-
1 στοίβα
-
2 στοίβα
[стива] ουσ. Θ. куча, груда.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στοίβα
-
3 στοίβα
[стива] ουσ θ куча, груда. -
4 στοίβα
yığın, küme, istif -
5 στοίβα
pileΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στοίβα
-
6 στοιβάσας
στοιβά̱σᾱς, στοιβάζωpile: fut part act fem acc pl (doric)στοιβά̱σᾱς, στοιβάζωpile: fut part act fem gen sg (doric)στοιβάσᾱς, στοιβάζωpile: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 yığın
στοίβα, στοιβάδα, σωρός -
8 куча
-
9 куча
ку́ч||аж ὁ σωρός, ἡ στοίβα:\куча снегу ἡ στοίβα χιόνι· \куча песку́ ὁ σωρός ἀμμου· \куча книг ὁ σωρός βιβλίων муравьиная \куча ἡ μυρμηγκιά· \куча ребят τό τσούρμο παιδιών ◊ валить в одну́ \кучау βάζω ὁλα σ'ενα σακκί. -
10 стопа
стоп||а I ж1. (ноги) τό πέλμα, ἡ πατούσα·2. (поступь) поэт., книжн. τά βήματα:направлять свой \стопаы куда́-л. κατευθύνομαι κάπου·2. лит. ὁ ποῦς· ◊ идти по чьйм-л, \стопаа́м βαδίζω στά ίχνη κάποιου, ἀκολουθώ κάποιον.стопа II ж (предметов) ἡ στοίβα:\стопа бумаги ἡ στοίβα χαρτιοῦ. -
11 штабель
штабельм ἡ στοίβα:\штабель дров ἡ στοίβα ξύλων. -
12 стопа
стопа 1-ы, πλθ. стопы θ.1. πέλμα, πατούνα, -σα.2. πλθ. -ы παλ. τα πόδια.3. παλ. βλ. поступь.εκφρ.по -ам кого пойти – πηγαίνω στα ίχνη κάποιου (ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου)•направить ή обратить стопы – κατευθύνω το βήμα, βαίνω• κατευθύνομαι.стопа 2-ы, πλθ. стопы θ.(φιλγ.) πόδι•метрическая стопа μετρικό πόδι.
стопа 3-ы, πλθ. стопы θ.1. στοίβα•стопа ящиков στοίβα κιβωτίων.
2. παλ. μέτρο χαρτιού ίσον με 480 φύλλα.стопа 4-ы, πλθ. стопы θ.κύπελλο, τάσι για κρασί• κύαθος. -
13 кипа
(пачка, связка) η στοίβα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кипа
-
14 куча
ο σωρός, η στοίβαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > куча
-
15 стопа
I.(нижняя часть ноги) о πους, разг. το πέλμα.II. 1. (совокупность предметов, положенных ровно один на другой) η στοίβα 2 (старая единица счёта писчей бумаги) οι 48 σελίδεςметрическая - бумаги οι 1000 σελίδες.III.литер. το πόδι, ο (μετρικός) πουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стопа
-
16 укладка
1. (установка, прокладка) η τοποθέτηση, η τακτοποίηση- вала с центровкой по коленчатому валу η άρμοση του άξονα και ευθυγράμμιση με τον στροφαλοφόρο άξονα- в штабель см. - в стопу -кабеля η άρμοση των καλωδίων- труб η άρμοση των σωλήνων 2 (упаковки) η συσκευασία, το πακετάρισμα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > укладка
-
17 укладывать
1. (прокладывать, устанавливать) τοποθετώ, βάζω, θέτω, στρώνω 2. (упаковывать) συσκευάζω 3. (придавать лежачее положение) ξαπλώνω, βάζω κάτω 4. (в определённом порядке)τοποθετώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > укладывать
-
18 штабель
(кипа) η στοίβαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > штабель
-
19 гора
гор||аὁκ1. τό ὅρος, τό βουνό:ледяная \гора τό παγόβουνο· кататься с \гораы (на санках) κατηφορίζω μέ τό ἔλκηθρο· идти в гору о) ἀνεβαίνω ἀνήφορο, ἀνηφορίζω, б) перен προκόβω, ἔχω ἐπιτυχίες· идти́ под гору κατεβαίνω, κατηφορίζω·2. перен (куча) ὁ σωρός, ἡ στοίβα, ἡ στιβάς/ τό πλήθος (множество):\гора книг ὁ σωρός βιβλίων ◊ пир \гораой разг τρικούβερτο γλέντι· как \гора с плеч (свалилась) разг ἐβγαλα ἕνα μεγάλο βάρος ἀπό πάνω μου· сулить золотые го́ры разг ὑπόσχομαι λαγούς μέ πετραχήλια· стоять \гораой за кого-л., за что-л. ὑπερασπίζω κάποιον, κάτι μ' ὅλες μου τίς δυνάμεις· быть не за \гораами разг γρήγορα, σύντομα· \гора родила мышь τό βουνό κοιλοπονοδσε κ' ἔναν πόντικα γεννοῦσε, ὠδινεν ὄρος ἐτεκεν μῦν за \гораами за долами фольк. δρόμο παίρνει, δρόμο ἀφήνει. -
20 груда
грудаж ὁ σωρός, ἡ στοίβα:\груда развалин ὁ σωρός ἀπό ἐρείπια, ὁ σωρός ἐρειπίων \груда писем σωρός ἀπό ἐπιστολές.
См. также в других словарях:
στοίβα — και στίβα, η, Ν 1. σωρός από ομοειδή πράγματα τοποθετημένα με τάξη το ένα πάνω στο άλλο ή ριγμένα άτακτα κάπου (α. «έκανε στοίβα τα ξύλα» β. «μια στοίβα ρούχα») 2. το σύνολο τών βαρελιών αποθήκης κρασιών ή οινοπωλείου 3. (ως επίρρ.) στοίβα σε… … Dictionary of Greek
στοίβα — η σωρός πραγμάτων: Ήταν εκεί για φόρτωμα μια στοίβα σακιά με σιτάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στοιβά — ἡ, Α βλ. στοιβή … Dictionary of Greek
στοιβάσας — στοιβά̱σᾱς , στοιβάζω pile fut part act fem acc pl (doric) στοιβά̱σᾱς , στοιβάζω pile fut part act fem gen sg (doric) στοιβάσᾱς , στοιβάζω pile aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιούκος — και γοίκος, ο και γιούκι, το 1. στοίβα από στρώματα, κλινοσκεπάσματα, χράμια, κουβέρτες, παπλώματα κ.λπ. 2. στοίβα από είδη προικός 3. το βαθύ ανοιχτό ντουλάπι τού τοίχου για την τοποθέτηση τού γιούκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. oyuk] … Dictionary of Greek
στοιβή — και δωρ. τ. στοιβά, ἡ, ΜΑ σωρός, στοίβα («στοιβὴ λίθων», Ευοτ.) αρχ. 1. το φρυγανώδες και νομευτικό φυτό ποτήριο το ακανθώδες, κν. γνωστό σήμερα και ως αφάνα 2. γέμισμα, ιδίως στρώματος ή προσκέφαλου 3. αρχιτ. το τμήμα τού κρηπιδώματος που… … Dictionary of Greek
αστοίβαχτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει στοιβαχτεί, δεν έχει συγκεντρωθεί σε στοίβα, σε σωρό («αστοίβαχτα ξύλα») 2. εκείνος που δεν έχει συμπιεστεί ώστε να πιάνει λιγότερο χώρο («αστοίβαχτος σανός») … Dictionary of Greek
θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… … Dictionary of Greek
θωμός — θωμός, ὁ (Α) 1. σωρός, στοίβα 2. μτφ. πλήθος («θωμὸς ψηφισμάτων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στη ρίζα *dhē ( θη ) τού τί θη μι, τής οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα θω (πρβλ. γοτθ. doms, το αρχ. σαξ. dōm και το αρχ. άνω γερμ. tuom, όλα… … Dictionary of Greek
κουλούμι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. * * * και κουμούλι και κούμουλο και κούλουμο, το (Μ… … Dictionary of Greek
ντάνα — η 1. στήλη όμοιων πραγμάτων ή εμπορευμάτων ομοιόμορφα και με τάξη τοποθετημένων, στοίβα 2. ναυτ. πλοία αραγμένα στη σειρά με τρόπο που το πλευρό τού ενός να βρίσκεται δίπλα στο πλευρό τού επόμενου … Dictionary of Greek