Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στοίβα

См. также в других словарях:

  • στοίβα — και στίβα, η, Ν 1. σωρός από ομοειδή πράγματα τοποθετημένα με τάξη το ένα πάνω στο άλλο ή ριγμένα άτακτα κάπου (α. «έκανε στοίβα τα ξύλα» β. «μια στοίβα ρούχα») 2. το σύνολο τών βαρελιών αποθήκης κρασιών ή οινοπωλείου 3. (ως επίρρ.) στοίβα σε… …   Dictionary of Greek

  • στοίβα — η σωρός πραγμάτων: Ήταν εκεί για φόρτωμα μια στοίβα σακιά με σιτάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοιβά — ἡ, Α βλ. στοιβή …   Dictionary of Greek

  • στοιβάσας — στοιβά̱σᾱς , στοιβάζω pile fut part act fem acc pl (doric) στοιβά̱σᾱς , στοιβάζω pile fut part act fem gen sg (doric) στοιβάσᾱς , στοιβάζω pile aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιούκος — και γοίκος, ο και γιούκι, το 1. στοίβα από στρώματα, κλινοσκεπάσματα, χράμια, κουβέρτες, παπλώματα κ.λπ. 2. στοίβα από είδη προικός 3. το βαθύ ανοιχτό ντουλάπι τού τοίχου για την τοποθέτηση τού γιούκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. oyuk] …   Dictionary of Greek

  • στοιβή — και δωρ. τ. στοιβά, ἡ, ΜΑ σωρός, στοίβα («στοιβὴ λίθων», Ευοτ.) αρχ. 1. το φρυγανώδες και νομευτικό φυτό ποτήριο το ακανθώδες, κν. γνωστό σήμερα και ως αφάνα 2. γέμισμα, ιδίως στρώματος ή προσκέφαλου 3. αρχιτ. το τμήμα τού κρηπιδώματος που… …   Dictionary of Greek

  • αστοίβαχτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει στοιβαχτεί, δεν έχει συγκεντρωθεί σε στοίβα, σε σωρό («αστοίβαχτα ξύλα») 2. εκείνος που δεν έχει συμπιεστεί ώστε να πιάνει λιγότερο χώρο («αστοίβαχτος σανός») …   Dictionary of Greek

  • θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… …   Dictionary of Greek

  • θωμός — θωμός, ὁ (Α) 1. σωρός, στοίβα 2. μτφ. πλήθος («θωμὸς ψηφισμάτων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στη ρίζα *dhē ( θη ) τού τί θη μι, τής οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα θω (πρβλ. γοτθ. doms, το αρχ. σαξ. dōm και το αρχ. άνω γερμ. tuom, όλα… …   Dictionary of Greek

  • κουλούμι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. * * * και κουμούλι και κούμουλο και κούλουμο, το (Μ… …   Dictionary of Greek

  • ντάνα — η 1. στήλη όμοιων πραγμάτων ή εμπορευμάτων ομοιόμορφα και με τάξη τοποθετημένων, στοίβα 2. ναυτ. πλοία αραγμένα στη σειρά με τρόπο που το πλευρό τού ενός να βρίσκεται δίπλα στο πλευρό τού επόμενου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»