Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

στοάν

См. также в других словарях:

  • στοάν — στοά̱ν , στοά roofed colonnade fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… …   Dictionary of Greek

  • σκουτλώ — όω, Α [σκούτλα] διακοσμώ με χρωματιστές ψηφίδες, κάνω ψηφιδωτό («λίθῳ ποικίλῳ στοὰν σκουτλῶσαι», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»