-
1 στλεγγίδιον
στλεγγίδιον, τό, seltener στελγίδιον, dim. von στλεγγίς; χρυσᾶ, Weihgeschenk, Ath. XIII, 605 b.
-
2 στλεγγίδιον
Aστλεγγίς 11
, Theopomp.Hist.240, IG11 (2).287 B 17 (Delos, iii B.C.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στλεγγίδιον
-
3 στλεγγίδιον
στλεγγίδιον, τό, Weihgeschenk -
4 στλεγγίδια
στλεγγίδιονneut nom /voc /acc pl -
5 ταινίδιον
A strip of linen, Hp.Acut. (Sp.) 15, Sor. Fasc.36, al.; strip of skin, Heliod. ap. Orib.45.5.3, Antyll.ib.45.26.1.III perh. small jewel-case,δακτύλιος χρυσοῦς ἐν -ίῳ ἐνδεδεμένος ξυλίνῳ IG11(2).161
B51, cf. 119, 203 B 68 (Delos, iii B.C.); στλεγγίδιον χρυσοῦν ἐπὶ ταινιδίῳ ib.82, cf. 91;ὅρμος χρυσοῦς ἐπὶ ταινιδίου Inscr.Délos 442
B 202 (ii B.C.).IV small ribbon, (Pergam., iii B.C.);τ. χρυσοῦν IG11(2).203
B48; ὁλκὴ.. σὺν ταινιδίοις καὶ λίνῳ ib.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταινίδιον
-
6 ἐπίτηκτος
ἐπί-τηκτος, ον,A overlaid with gold,στέφανον χρυσοῦν, οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα Alex.96
.2 with gold or gilded ornaments laid on,κρατὴρ ὑπάργυρος ἐ. IG22.1386.16
; στλεγγίδιον ἐ. ib.1544.13.II metaph., counterfeit,ἐπίτηκτα φιλεῖν AP5.186
(Mel.) ; 'veneer', Cic.Att.7.1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίτηκτος
См. также в других словарях:
στλεγγίδιον — ίου, τὸ, Α [στλεγγίς, ίδος] υποκορ. μικρή στλεγγίδα … Dictionary of Greek
στλεγγίδια — στλεγγίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)