-
1 στιφρά
στιφράωharden: pres subj mp 2nd sgστιφράωharden: pres ind mp 2nd sg (epic)στιφράωharden: pres subj act 3rd sgστιφράωharden: pres ind act 3rd sg (epic)στιφρόςfirm: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 στιφρᾷ
στιφράωharden: pres subj mp 2nd sgστιφράωharden: pres ind mp 2nd sg (epic)στιφράωharden: pres subj act 3rd sgστιφράωharden: pres ind act 3rd sg (epic)στιφρόςfirm: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 στιφρά
στιφρόςfirm: neut nom /voc /acc plστιφρά̱, στιφρόςfirm: fem nom /voc /acc dualστιφρά̱, στιφρόςfirm: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
4 στιφράν
στιφρά̱ν, στιφρόςfirm: fem acc sg (attic doric aeolic) -
5 στιφράς
στιφρά̱ς, στιφρόςfirm: fem acc pl -
6 πλαδάω
πλαδάω, naß, zu naß sein, dah. schlaff, schwammig sein od. werden, Sp.; πλαδόωσα ἄρουρα, Ap. Rh. 2, 662; bei Arist. H. A. 3, 6 steht πῆξις πλαδῶσα der στιφρά entgegen.
-
7 στιφράς
στιφρᾶ̱ς, στιφράωharden: pres ind act 2nd sg (doric)στιφρόςfirm: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 στιφρᾶς
στιφρᾶ̱ς, στιφράωharden: pres ind act 2nd sg (doric)στιφρόςfirm: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
στιφρά — στιφρός firm neut nom/voc/acc pl στιφρά̱ , στιφρός firm fem nom/voc/acc dual στιφρά̱ , στιφρός firm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιφρᾷ — στιφράω harden pres subj mp 2nd sg στιφράω harden pres ind mp 2nd sg (epic) στιφράω harden pres subj act 3rd sg στιφράω harden pres ind act 3rd sg (epic) στιφρός firm fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιφρᾶς — στιφρᾶ̱ς , στιφράω harden pres ind act 2nd sg (doric) στιφρός firm fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιφράν — στιφρά̱ν , στιφρός firm fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιφράς — στιφρά̱ς , στιφρός firm fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
νεφελίνης — Πυριτικό ορυκτό με χημικό τύπο KNa3 (AlSiO4)4. Κρυσταλλώνεται στην τεταρτοεδρία του εξαγωνικού συστήματος. Εμφανίζεται σε άχρωμα στιφρά συσσωματώματα, σπανιότερα σε κρυστάλλους με μορφή βραχυστηλοειδή, διαυγείς ή και θολούς, άχρωμους ή λευκούς ως … Dictionary of Greek
ουρανίτης — Ορυκτό του ουρανίου. Χημικά είναι ένα οξείδιο (UO2), που κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα σχηματίζοντας συμπαγείς μάζες (στιφρά συσσωματώματα), σπανιότερα οκτάεδρα. Ο ο. αποτελεί μια ποικιλία του ουρανινίτη (πισσουρανίτης, ουρανοπισσίτης). Έχει… … Dictionary of Greek