-
1 στιππύϊνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιππύϊνος
-
2 στιππύινος
-
3 στιππυίνου
στιππύινοςmade of tow: masc /neut gen sg -
4 στιππυίνω
-
5 στιππυίνῳ
-
6 στιππόϊνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιππόϊνος
-
7 στιπύϊνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιπύϊνος
-
8 στυππέϊνος
A of tow, PRev.Laws 103.2 (iii B.C.), condemned by Phryn.233; also [full] στυππύϊνος, PMich.Zen.120.3 (iii B.C.); and [full] στιππόϊνος, [full] στιππύϊνος, [full] στιπύϊνος (qq. v.); [full] στύππινος, IG22.1414.26, 1527.34, PCair.Zen.755.6 (iii B.C.), Ph.Bel.102.15, D.S.1.35, cf. 11.II metaph., like tow, feeble,γέρων στύππινος Com.Adesp.855
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυππέϊνος
См. также в других словарях:
στιππύϊνος — ίνη, ον, Α βλ. στύποινος … Dictionary of Greek
στιππυίνου — στιππύινος made of tow masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιππυίνῳ — στιππύινος made of tow masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)