-
1 στιλπνός
A glittering, glistening,ἔερσαι Il.14.351
; ; of cosmetics, Dsc.5.84 ([comp] Sup., v.l.):αὐγὰς -οτέρας τοῦ χρυσίου Jul.Or.4.150c
: [comp] Sup., D.Chr.35.23;μαργαρῖται Luc.Im. 9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιλπνός
-
2 στιλπνότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιλπνότης
-
3 στιλπνόω
A make to shine, polish, Arr.Epict.2.8.25 ([voice] Pass.), Gal.12.198.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιλπνόω
-
4 στιλπνωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιλπνωτής
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский