-
1 στικτόπους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στικτόπους
-
2 στικτόπους
στικτό-πους, ουν, buntfüßig -
3 αἰολόπους
A = στικτόπους, Sch.Opp.C.1.306.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰολόπους
См. также в других словарях:
στικτόπους — ουν, γεν. στικτόποδος, Α αυτός που έχει στικτά πόδια («στικτόποδες ἔλαφοι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στικτός + πούς, ποδός] … Dictionary of Greek