-
1 στιγευς
См. также в других словарях:
στιγεύς — tattooer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγέας — ο / στιγεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. αιχμηρό μεταλλικό εργαλείο με κωνική ή τριγωνική ή τετραγωνική αιχμή το οποίο χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη οπών η για τον σχηματισμό κοιλωμάτων, κν. ζουμπάς αρχ. 1. αυτός που στίζει, που δημιουργεί στίγματα με… … Dictionary of Greek
στιγέας — στιγέᾱς , στιγεύς tattooer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)