Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

στιγεύς

См. также в других словарях:

  • στιγεύς — tattooer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγέας — ο / στιγεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. αιχμηρό μεταλλικό εργαλείο με κωνική ή τριγωνική ή τετραγωνική αιχμή το οποίο χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη οπών η για τον σχηματισμό κοιλωμάτων, κν. ζουμπάς αρχ. 1. αυτός που στίζει, που δημιουργεί στίγματα με… …   Dictionary of Greek

  • στιγέας — στιγέᾱς , στιγεύς tattooer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»