Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

στησί-χορος

См. также в других словарях:

  • θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • στησίχορος — Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Ιμέρα, Σικελία γύρω στα 630 π.Χ. – γύρω στα 555). Το όνομά του ήταν Τεισίας, αλλά του δόθηκε το επίθετο «Στησίχορος» (οργανωτής του χορού), γιατί εφεύρε ή συστηματοποίησε τη χρήση της στροφικής τριάδας (στροφή, αντιστροφή …   Dictionary of Greek

  • τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»