Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στηρίζομαι

  • 1 στηρίζομαι

    στηρίζω
    make fast: pres ind mp 1st sg

    Morphologia Graeca > στηρίζομαι

  • 2 ἐν-απο-στηρίζομαι

    ἐν-απο-στηρίζομαι (s. στηρίζω), sich darauf stämmen, εἴς τι, Hippocr.; Stob. ecl. phys. 1, 26.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐν-απο-στηρίζομαι

  • 3 прислониться

    στηρίζομαι, ακουμπώ

    Русско-греческий словарь > прислониться

  • 4 abanmak

    στηρίζομαι, ακουμπώ

    Türkçe-Yunanca Sözlük > abanmak

  • 5 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 6 опереться

    Русско-греческий словарь > опереться

  • 7 рассчитывать

    рассчитывать 1) см. рассчитать 2) (надеяться) βασίζομαι, στηρίζομαι; - на υπολογίζω σε, ελπίζω πως —ся см. рассчитаться
    * * *
    2) ( надеяться) βασίζομαι, στηρίζομαι

    рассчи́тывать на — υπολογίζω σε, ελπίζω πως

    Русско-греческий словарь > рассчитывать

  • 8 опираться

    опираться
    несов
    1. ἀκουμπώ, στηρίζομαι·
    2. перен στηρίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > опираться

  • 9 упираться

    упираться
    несов
    1. (чем-л. во что-л.) στηρίζομαι, ἀκουμπώ:
    \упираться ногами в землю στηρίζομαι μέ τά πόδια μου στή γή·
    2. (упрямиться) разг πεισμώνω, ἐπιμένω:
    он долго упирался, потом все рассказал ήταν πολλή ὠρα πεισμωμένος, ὑστερα τά είπε ὅλα·
    3. (встречать препятствие) разг προσκρούω, σκοντάφτω:
    все упирается в недостаток времени ὅλα σκοντάφτουν στήν Ελλειψη χρόνου· ◊ \упираться руками и йогами ἀντιστέκομαι μέ πείσμα, ἐναντιώνομαι μέ ὅλα τά μέσα.

    Русско-новогреческий словарь > упираться

  • 10 надеяться

    -юсь, -ешься
    ρ.δ.
    1. ελπίζω•

    -юсь завтра вернуться ελπίζω αύριο να επιστρέψω•

    -юсь на успех ελπίζω να πετύχω•

    на свой силы ελπίζω (στηρίζομαι,) στις δυνάμεις μου•

    он не -лся вас видеть αυτός δεν έλπιζε να σας ιδεί.

    2. βασίζομαι, στηρίζομαι•

    на него вполне можно надеяться σ αυτόν μπορείτε να βασίζεστε πλέρια•

    надеяться на друга βασίζομαι στο φίλο.

    Большой русско-греческий словарь > надеяться

  • 11 опереть

    обопру, обопршь, παρλθ. χρ. опр, оперла
    -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опртый, βρ: -рт, оперта
    -рто
    ρ.σ.μ.
    στηρίζω, ακουμπώ.
    1. στηρίζομαι, ακουμπώ•

    опереть на палку στηρίζομαι στο ραβδί.

    2. μτφ. βασίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > опереть

  • 12 переступить

    -уплю, -упишь
    ρ.σ.
    1. μ. υπερπηδώ, πηδώ• δρασκελώ• περνώ, διαβαίνω. || στηρίζομαι εναλλάξ•

    переступить с ноги на ногу στηρίζομαι πότε στο ένα, πότε στο άλλο πόδι.

    2. μτφ. ξεπερνώ παραβαίνω, παραβιάζω•

    переступить границы приличия παρεκτρέπομαι (ξεπερνώ τα ό ρια καλής συμπεριφοράς)•

    переступить закон παραβαίνω το νόμο.

    Большой русско-греческий словарь > переступить

  • 13 упереть

    упру, упршь, παρλθ. χρ. упр
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. упрший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упртый, βρ: упрт
    -а, -о
    επιρ. μτχ. уперев κ. уперши ρ.σ.
    1. μ. στηρίζω, ακουμπώ•

    упереть ноги в землю στηρίζω τα πόδια στη γη•

    упереть руку в колено στηρίζω το χέρι στο γόνα.

    2. μ. μτφ. προσηλώνω, καρφώνω•

    упереть глаза в кого-л. καρφώνω τα μάτια σε κάποιον.

    3. μτφ. (απλ.) τονίζω, υπογραμμίζω, εξαίρω.
    4. βλ. παθ. φ. (5 ση•μ,.).
    5. μ. αποκομίζω, μεταφέρω μεγάλο βάρος.
    1. στηρίζομαι, ακουμπώ•

    упереть ногами в землю στηρίζομαι με τα πόδια στη γη.

    2. μτφ. (για μάτια, βλέμμα κ.τ.τ.) καρφώνω, προσηλώνω•

    упереть глазами в кого-Η, καρφώνω τα μάτια σε κάποιον.

    3. εκτείνομαι, φτάνω ως • τελειώνω.
    4. επιμένω•

    старик -рея на своём ο γέρος επέμενε στο δικό του (στη δική του γνώμη).

    5. (χυδ.) ξεκουμπίζομαι, αδειάζω τη γωνιά.
    εκφρ.
    упереть как бык или баран – επιμένω σαν το μουλάρι (πεισματικά).

    Большой русско-греческий словарь > упереть

  • 14 αποστηριζομαι

        напирать, упирать(ся), опираться
        

    (τινι, ἔν τινι и πρός τι Arst.)

    Древнегреческо-русский словарь > αποστηριζομαι

  • 15 ενστηριζομαι

    Древнегреческо-русский словарь > ενστηριζομαι

  • 16 επιστηριζομαι

        опираться
        

    (ἔν τινι Arst. и τινι Luc.)

    Древнегреческо-русский словарь > επιστηριζομαι

  • 17 держаться

    1. (сохранять какое-л положение, состояние) κρατιέμαι, βαστιέμαι, πιάνομαι 2. (удерживаться, сохраняться, крепко стоять) κρατιέμαι, στηρίζομαι, βασίζομαι, στέκομαι 3. (придерживаться определённого направления) ακολουθώ την κατεύθυνση, κατευθύνομαι 4. (следовать чему- л.) ακολουθώ, είμαι υπέρ (του, της, των).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > держаться

  • 18 опираться

    εδράζ/ομαι, στηρίζομαι
    вал - ется на два подшипника ο άξονας - εται σε δύο τριβείς.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опираться

  • 19 рассчитывать

    1. см. рассчитать( в 1 знач.) 2. (надеяться на что-л.
    считать чтол. возможным осуществимым) βασίζομαι, στηρίζομαι
    3. (предполагать) υποθέτω рассчитываться 1. см. рассчитаться( в 1 знач) 2. (нести ответственность за кого,что-л.) ευθύνομαι, λογοδοτώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рассчитывать

  • 20 основывать

    основывать см. основать \основываться βασίζομαι, στηρίζομαι
    * * *

    Русско-греческий словарь > основывать

См. также в других словарях:

  • στηρίζομαι — στηρίζομαι, στηρίχτηκα (σπάν. στηρίχθηκα), στηριγμένος βλ. πίν. 24 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στηρίζομαι — στηρίζω make fast pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακουμπώ — ( άω) και ακουμπίζω 1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι 2. ξαπλώνω 3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ 4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον 5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου 6. αγγίζω, ψαύω 7. (για… …   Dictionary of Greek

  • επαναπαύομαι — (AM ἐπαναπαύω και ἐπαναπαύομαι) μέσ. βασίζομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις τού υπουργού») νεοελλ. 1. εφησυχάζω, απαλλάσσομαι από κάθε μέριμνα ή ανησυχία 2. τό ρίχνω έξω (επειδή στηρίζομαι σε άλλους) μσν. ενεργ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επαπερείδομαι — ἐπαπερείδομαι (Α) 1. ακουμπώ, στηρίζομαι πάνω σε κάτι 2. βασίζω κάτι κάπου 3. αναλαμβάνω, το βάρος, υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + από + ερείδομαι «στηρίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… …   Dictionary of Greek

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

  • νταγιαντίζω — και νταγιαντώ και άω 1. δέχομαι αναγκαστικά μια δυσάρεστη κατάσταση, υπομένω, βαστώ, αντέχω («δεν νταγιαντώ, δεν νταγιαντώ τον εδικό σου τον καημό», δημ. τραγούδι) 2. λαμβάνω υπ όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω («δεν νταγιαντίζω κανένα») 3. (διαλ.)… …   Dictionary of Greek

  • ποντάρω — και ποντάρω, Ν 1. (σε τυχερά παιχνίδια) καταθέτω χρηματικό ποσό σε νούμερο ή χαρτί 2. υπολογίζω, στηρίζομαι σε κάτι («σ αυτόν μην ποντάρεις, γιατί θα σέ ρίξει έξω») 3. τεχνολ. κάνω σημάδι με την πόντα εκεί όπου πρέπει να διατρηθεί ένα μεταλλικό… …   Dictionary of Greek

  • προσανακλίνω — Α 1. (το ενεργ και το παθ.) (κυρίως για τους ελέφαντες) ακουμπώ σε κάτι 2. μτφ. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι 3. παθ. προσανακλίνομαι μτφ. (για πόλη) βρίσκομαι πολύ κοντά σε κάτι («Νῡσα... τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + …   Dictionary of Greek

  • προσαπερείδομαι — ΜΑ μσν. (σπάν. το ενεργ.) προσαπερείδω μτφ. ξεκουράζομαι με κάτι αρχ. 1. στηρίζομαι πάνω σε κάτι πιέζοντάς το πάρα πολύ 2. μτφ. βασίζομαι σε κάτι («προσαπερείδοντο ἐπὶ τὰς... συνθήκας», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπερείδομαι «ακουμπώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»