-
1 упереть
упру, упршь, παρλθ. χρ. упр-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. упрший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упртый, βρ: упрт-а, -оεπιρ. μτχ. уперев κ. уперши ρ.σ.1. μ. στηρίζω, ακουμπώ•упереть ноги в землю στηρίζω τα πόδια στη γη•
упереть руку в колено στηρίζω το χέρι στο γόνα.
2. μ. μτφ. προσηλώνω, καρφώνω•упереть глаза в кого-л. καρφώνω τα μάτια σε κάποιον.
3. μτφ. (απλ.) τονίζω, υπογραμμίζω, εξαίρω.4. βλ. παθ. φ. (5 ση•μ,.).5. μ. αποκομίζω, μεταφέρω μεγάλο βάρος.1. στηρίζομαι, ακουμπώ•упереть ногами в землю στηρίζομαι με τα πόδια στη γη.
2. μτφ. (για μάτια, βλέμμα κ.τ.τ.) καρφώνω, προσηλώνω•упереть глазами в кого-Η, καρφώνω τα μάτια σε κάποιον.
3. εκτείνομαι, φτάνω ως • τελειώνω.4. επιμένω•старик -рея на своём ο γέρος επέμενε στο δικό του (στη δική του γνώμη).
5. (χυδ.) ξεκουμπίζομαι, αδειάζω τη γωνιά.εκφρ.упереть как бык или баран – επιμένω σαν το μουλάρι (πεισματικά). -
2 надежда
надежда ж η ελπίδα· возлагать \надеждаы на кого-что-л. στηρίζω ελπίδες σε κάποιον, σε κάτι* * *жη ελπίδαвозлага́ть наде́жды на кого́-что́-л. — στηρίζω ελπίδες σε κάποιον, σε κάτ
-
3 обосновать
-
4 прислонить
прислонить, прислонять στηρίζω, ακουμπώ \прислониться στηρίζομαι, ακουμπώ* * *= прислонятьστηρίζω, ακουμπώ -
5 наделяться
наделятьсянесов1. ἐλπίζω:я \наделятьсяюсь, что... ἐλπίζω νά.., ἐλπίζω πώς...· я \наделятьсяюсь на успех ἐλπίζω νά ἐπιτύχω·2. (полагаться) βασίζομαι, στηρίζω τίς ἐλπίδες:я на тебя \наделятьсяюсь στηρίζω τίς ἐλπίδες μου σέ σένα· \наделяться на помощь ἐλπίζω στή βοήθεια· \наделяться на дру́га βασίζομαι στον φίλο μου. -
6 жать
жать 1жму, жмешь, ρ.δ.μ.1. σφίγγω, πιέζω, θλίβω• ζουλίζω, ζουπίζω•жать руку σφίγγω το χέρι•
жать друг друга в толпе συνωθούμαι στο πλήθος.
|| στηρίζω γερά•жать ружье к плечу στηρίζω γερά το όπλο στον ώμο.
|| συμπιέζω, συμπυκνώνω. || καταπιέζω, καταδυναστεύω.2. στενεύω•туфли жмут τα παπούτσια με σφίγγουν•
воротник жмет ο γιακάς με σφίγγει.
3. στίβω, εκθλίβω•жать сок из лимона στίβω το λεμόνι•
жать виноград πατώ τα σταφύλια•
жать масло βγάζω λάδι.
4.•(αθλτ.) ανυψώνω, σηκώνω, αίρω•жать штангу σηκώνω βάρη (αλτήρες).
5. (απλ.) πατώ, αυξαίνω (για ταχύτητα κλπ)•водитель все жал и жал ο οδηγός πατούσε κι όλο πατούσε (γκαζ).
1. μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, ζαρώνω•жать от холода μαζεύομαι, από το κρύο.
|| συνωστίζομαι.2. σφίγγομαι, κολλώ•ребенок -лся к матери το παιδάκι κόλλησε στη μάνα•
он испуганно -лся в угол φοβισμένος μαζεύτηκε στη. γωνία.
3. μαζεύομαι, συστέλλομαι, διστάζω•он -лся, не зная, что сказать αυτός μαζεύτηκε, μη ξέροντας τί να πει.
4. τσιγγουνεύομαι, αψυχώ•не жмитесь, давайте что есть μη μαζεύεστε, δόστε ό,τι υπάρχει.
жать 2жну, жнешь, ρ.δ.μ. θερίζω.θερίζομαι. -
7 прислонить
-оню -онишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прислонённый- βρ: -нён, -нена, -нено; στηρίζω, ακουμπώ• κολλώ στριμώχνω•прислонить лестницу к стене στηρίζω τη σκάλα στον τοίχο•
прислонить стол к стене κολλώ το τραπέζι στον τοίχο.
στηρίζομαι, ακουμπώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
8 строить
строить 1строго, строишьρ.δ.1. οικοδομώ, χτίζω• φτιάχνω•строить дом χτίζω σπίτι•
строить мост φτιάχνω γεφύρι.
|| κατασκευάζω•строить паровозы κατασκευάζω μηχανή σιδηροδρομική.
|| ράβω (ένδυμα).2. μτφ. δημιουργώ•строить социализм οικοδομώ (χτίζω) το σοσιαλισμό.
3. σχεδιάζω•строить ромб σχεδιάζω ρόμβο.
4. συντάσσω• συνθέτω-φτιάχνω, κάνω•строить фразу συντάσσω φράση•
репертуар φτιάχνω το ρεπερτόριο•
строить планы κάνω σχέδια, οργανώνω•
он хорошо -ит свою работу αυτός καλά οργανώνει τη δουλειά του,
5. βασίζω, στηρίζω•строить опыты на точных вычислениях στηρίζω τα πειράματα σε ακριβείς υπολογισμούς.
6. κάνω•строить гримасы μορφάζω•
строить шутки κάνω αστεία.
7. συντάσσω•строить взвод в три шеренги συντάσσω τη διμοιρία σε τρεις ζυγούς.
8. παλ. μουσ. κουρντίζω.εκφρ.строить воздушные замки – φτιάχνω πύργους στον αέρα (αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιοκοπώ)•строить из себя кого – παρουσιάζω τον εαυτό μου για κάποιον, κάνω πως είμαι.,., προσποιούμαιτον...1. οικοδομούμαι, χτίζομαι• γίνομαι.2. δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι.3. συντίθεμαι• συντάσσομαι.4. επεξεργάζομαι, εκπονούμαι•-лись планы εκπονήθηκαν τα σχέδια.
5. βασίζομαι, στηρίζομαι.6. συντάσσομαι (στηγραμμή).строить 2строю, строишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стронный, βρ: строн, строена, строеноρ.σ.μ.τριπλασιάζω• ενώνω ανά τρία. || επα-ναλαβαίνω τρεις φορές. -
9 уткнуть
уткну, уткншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уткнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. στηρίζω•уткнуть руки в бока στηρίζω τα χέρια στα πλευρά, στη μέση, στα ισχία.
|| χώνω, βάζω μέσα•-лицо в воротник χώνω το πρόσωπο στον (ανασηκωμένο) γιακά.
|| μτφ. καρφώνω, προσηλώνω•уткнуть глаза на кого-н. καρφώνω τα μάτιασε κάποιον.
2. (διαλκ.) μπήγω• βυθίζω.1. χώνομαι, μπαίνω μέσα.2. μτφ. απορροφούμαι, συγκεντρώνομαι., αφοσιώνομαι, ολοσχερώς.3. προσκρούω, συγκρούομαι,. -
10 базировать
βασίζω, στηρίζω-ся εδρεύω, εδράζομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > базировать
-
11 зажимать
1. (туго сжать) σφίγγω 2. (в патроне станка, дрели и т.п.) στηρίζω 3. (в струбцине, скобе) σφίγγω 4. (сжав или придавив что-л., плотно закрыть) κλείνω (σφιχτά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зажимать
-
12 заклинивать
1. (в результате прижатия одной детали механизма к другой) σφηνώνω, μαγκώνω 2. (крепить клином) σφηνώνω, στηρίζω με σφήνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заклинивать
-
13 мачта
ο ιστ/ός, το κατάρτιкрепить - у растяжками στηρίζω τον - ό με σύρμα-τα/αντηρίδεςбизань - του επιδρομίσκου, η μετζάναзаваливающаяся мор. - σπαστός -запасная - αμοιβός -, το άλμπουρο του ρεσπέτουкороткая (однодеревка) - κοντός -, βραχύς -радиолокационная - του ραντάρ/ραδιοεντοπιστήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мачта
-
14 опирать
(мех., стр.) στηρίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опирать
-
15 поддерживать
1. (служить опорой) (υπο)στηρίζω 2. (процесс, работу) συντηρώ 3. (оказывать помощь, содействовать в чём-л.) παρέχω βοήθεια, συμπαραστέκομαι, συνδράμω 4. (не дать прекратиться, приостановиться или нарушиться чему-л.) ενισχύω, διατηρώ, κρατώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поддерживать
-
16 подпирать
(ставить опору для поддержания чего-л.) (υπο)στηρίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подпирать
-
17 помочь
βοηθώ, επικουρώ, συνδράμω, (поддержать) στηρίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помочь
-
18 прижать
1. (придавить) σφίγγω, (συμ)πιέ-ζω, συσφίγγω, πατώ 2. (придвинуть вплотную) σφίγγω, στηρίζω, στριμώχνω, κολλώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прижать
-
19 расчаливать
тех. ενισχύω, στηρίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расчаливать
-
20 венок
I венок м το στεφάνι, ο στέ φανος возложить \венок κατα θέτω στέφανο II венок καταθέτω στέφανο 2) (поручать) αναθέτω ◇ \венок надежды στηρίζω τις ελπίδες* * *мτο στεφάνι, ο στέφανοςвозложи́ть вено́к — καταθέτω στέφανο
См. также в других словарях:
στηρίζω — make fast pres subj act 1st sg στηρίζω make fast pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηρίζω — στηρίζω, στήριξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… … Dictionary of Greek
στηρίζω — στήριξα, στηρίχτηκα, στηριγμένος 1. στερεώνω, κάνω κάτι σταθερό: Στήριξαν τη γέφυρα. 2. βασίζω: Η άποψή σου δε στηρίζεται σε σωστά επιχειρήματα. 3. υποβοηθώ κάποιον να σταθεί ή να ξεπεράσει κάποιες δυσκολίες: Η αντιπολίτευση στήριξε την κυβέρνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στηρίζεσθε — στηρίζω make fast pres imperat mp 2nd pl στηρίζω make fast pres ind mp 2nd pl στηρίζω make fast imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηρίζετε — στηρίζω make fast pres imperat act 2nd pl στηρίζω make fast pres ind act 2nd pl στηρίζω make fast imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηρίζῃ — στηρίζω make fast pres subj mp 2nd sg στηρίζω make fast pres ind mp 2nd sg στηρίζω make fast pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηρίξω — στηρίζω make fast aor subj act 1st sg στηρίζω make fast fut ind act 1st sg στηρίζω make fast aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηρίσει — στηρίζω make fast aor subj act 3rd sg (epic) στηρίζω make fast fut ind mid 2nd sg στηρίζω make fast fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηρίσουσιν — στηρίζω make fast aor subj act 3rd pl (epic) στηρίζω make fast fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) στηρίζω make fast fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηρίσω — στηρίζω make fast aor subj act 1st sg στηρίζω make fast fut ind act 1st sg στηρίζω make fast aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)