Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στημνίον

См. также в других словарях:

  • στημνίον — yarn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στημνίον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) νήμα, κλωστή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. στή μων* είτε με τη μηδενισμένη βαθμίδα τού επιθήματος μων (πρβλ. λί μνη: λειμών) είτε με συγκοπή τού φωνήεντος ω ] …   Dictionary of Greek

  • στημίον — τὸ, Α στημνίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στημνίον, με απλοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος μν ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»