-
1 στημνίον
στημνίονyarn: neut nom /voc /acc sg -
2 στημνίον
στημνίον, τό,A yarn, IG11(2).159 A 16 (Delos, iii B.C.): pl., PMich.Zen.16.1 (iii B.C.), cf. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στημνίον
-
3 κατάστημον
κατάστημον, τό,A = στημνίον, Hsch.s.h.v.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάστημον
-
4 πολύστημος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύστημος
См. также в других словарях:
στημνίον — yarn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημνίον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) νήμα, κλωστή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. στή μων* είτε με τη μηδενισμένη βαθμίδα τού επιθήματος μων (πρβλ. λί μνη: λειμών) είτε με συγκοπή τού φωνήεντος ω ] … Dictionary of Greek
στημίον — τὸ, Α στημνίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στημνίον, με απλοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος μν ] … Dictionary of Greek