-
1 στημάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στημάτιον
-
2 στηματίων
στημάτιονtrunnion: neut gen pl -
3 στημάτια
στημάτιονtrunnion: neut nom /voc /acc pl -
4 ἀποστημάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποστημάτιον
См. также в других словарях:
στημάτιον — τὸ, Α [στῆμα, ήματος] 1. έμβολο πολεμικής μηχανής 2. υποκορ. μικρή βάση πάνω στην οποία περιστρέφεται άξονας … Dictionary of Greek
στηματίων — στημάτιον trunnion neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημάτια — στημάτιον trunnion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)