Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στημάτιον

См. также в других словарях:

  • στημάτιον — τὸ, Α [στῆμα, ήματος] 1. έμβολο πολεμικής μηχανής 2. υποκορ. μικρή βάση πάνω στην οποία περιστρέφεται άξονας …   Dictionary of Greek

  • στηματίων — στημάτιον trunnion neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στημάτια — στημάτιον trunnion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»