-
1 στηλοκοπέω
A inscribe on a στήλη, as a form of punishment, Hyp.Fr. 239 ([voice] Pass.): metaph.,αὐτὸς ἑαυτὸν τῇ συγγραφῇ -κόπησε D.C.43.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στηλοκοπέω
-
2 στηλοκοπέω
-
3 εστηλοκοπημένος
-
4 ἐστηλοκοπημένος
-
5 εστηλοκόπησε
-
6 ἐστηλοκόπησε
-
7 εστηλοκόπησεν
-
8 ἐστηλοκόπησεν
-
9 εστηλοκόπηται
-
10 ἐστηλοκόπηται
-
11 στηλιτεύω
A inscribe on aστήλη, τὴν κατάραν Plu.2.354b
; record,τὰς ἀρετὰς ἐν ταῖς γραφαῖς Ph.2.2
([voice] Pass.), cf. 2.24, al.:—[voice] Pass.,τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἐστηλιτεύθη Philoch.111
.2 = στηλοκοπέω, ἐστηλίτευσαν, ἐστηλιτευμένος cited among forms of punishment by Poll.8.73; οἱ ἀπογνωσθέντες ὑπ' αὐτῶν καὶ -ευθέντες held up to public scorn, Iamb.VP35.252.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στηλιτεύω
См. также в других словарях:
ἐστηλοκοπημένος — στηλοκοπέω inscribe on a perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστηλοκόπησε — στηλοκοπέω inscribe on a aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστηλοκόπησεν — στηλοκοπέω inscribe on a aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστηλοκόπηται — στηλοκοπέω inscribe on a perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)