-
1 στηλίτευσις
στηλίτευσις, ἡ, Brandmarkung durch öffentliche Inschrift auf einer Schandsäule, Sp.
-
2 στηλίτευσις
στηλίτευσις, ἡ, Brandmarkung durch öffentliche Inschrift auf einer Schandsäule
См. также в других словарях:
στηλίτευση — η / στηλίτευσις, εύσεως, ΝΜΑ [στηλιτεύω] (στην αρχαιότητα και στο Βυζ.) αναγραφή τού ονόματος ενός ατόμου σε στήλη για τον διασυρμό του νεοελλ. δριμεία δημόσια καταγγελία και επίκριση, στιγματισμός, ονειδισμός … Dictionary of Greek