Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στηθό-δεσμος

См. также в других словарях:

  • ισχαδόδεσμος — ο δεσμός με τον οποίο προσδένεται η ισχάδα*, η μικρή άγκυρα που προσδένεται στα πλευρά τής μεγάλης άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς (Ι) + δεσμος (< δεσμός < δέω [ΙΙ]), πρβλ. κεφαλό δεσμος στηθό δεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλία… …   Dictionary of Greek

  • κιονόδεσμος — ο ναυτ. το αποτέλεσμα τού κιονοδετώ, το δέσιμο αλυσίδας ή σχοινιού σε κιονίσκο πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + δεσμος (< δεσμός < δέω / δῶ (II) «δένω»), πρβλ. κεφαλό δεσμος, στηθό δεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον… …   Dictionary of Greek

  • οσφυόδεσμος — ο ειδική ορθροπεδική ζώνη για συγκράτηση και σφίξιμο τής οσφύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οσφύς + δεσμός (πρβλ. στηθό δεσμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κυνοδέσμη — κυνοδέσμη, ἡ, ή κυνοδέσμιον, τὸ (Α) δέρμα με το οποίο οι χορευτές έδεναν την πόσθη («ᾦ δέ τὴν πόσθην ἀπεδοῡντο, τοῡτον τὸν δεσμὸν κυνοδέσμιον ὠνόμαζον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δέσμη (< δεσμός < δέω), πρβλ. μονο δέσμη, στηθο δέσμη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»