-
1 στηθοδέσμη
στηθο-δέσμη, ἡ, woman'sA breast-band, EM749.44; also [suff] στηθο-δεσμία, ἡ, Sor.1.55; [suff] στηθο-δεσμίς, ίδος, ἡ, PCair.Zen.456.1 (iii B.C.), LXXJe.2.32, Phleg.Fr.36.1J., Gal.18(1).823; [suff] στηθό-δεσμος, ὁ, Poll.7.66: a bandage, Heliod. ap. Orib.48.49 tit.:—[var] Dim. [suff] στηθο-δέσμιον, τό, EM749.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στηθοδέσμη
-
2 στῆθος
Grammatical information: n.Meaning: `male or female breast', also as seat of feelings etc. "heart" (Il.), metaph. `ball of the hand, foot' (medic.), `sandbank' (Plb. a.o.).Other forms: Often pl. - εα, -η.Compounds: Rare compp., e.g. στηθό-δεσμος, - ίς, - ία, -η `breast-band' (Poll., LXX, hell. pap. a.o.), μεγαλό-, μικρό-στηθος `with wide resp. narrow chest' (Mnesith. ap. Orib.; only sup.).Derivatives: 1. Dimin. στηθ-ίον (Alex., Arist. a.o.), - ίδιον (Phryn.), - ύνιον (middl. com., LXX; cf. χελύνιον `lip, jawbone etc.'). 2. - αῖον `breastwork' (sch.). 3. also - ίας ὄρνις ποιός H.? 4. - ικός (Arist.), - ιαῖος (inscr. IVp, sch.) `belonging to the breast'. 5. - ιστήρ m. `breast-plate of a horse's harness' (gloss.; cf. βραχιονιστήρ a.o.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: As στῆθος is also Dor. and Aeol. (στᾱ̃θος [Sicyon] with ᾱ from η; Thumb-Kieckers Hb. 1, 129), the connection with στῆ-ναι (Curtius 211; cf. Chantraine Form. 421, also Benveniste Origines 200) must be given up. Origin unclear. The similarity with στήνιον στῆθος H. (to Arm. stin, Skt. stána m. `female breast' a.o.) is hardly accidental. Suppositions on it in WP. 2, 663 and Pok. 990 (for *τῆθος from *θῆ-θος to θῆσθαι with στ- after στήνιον?); by Risch 73 ( στήνιον: στῆθος approx. like Lat. plēnus : πλῆθος).Page in Frisk: 2,795Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στῆθος
См. также в других словарях:
ισχαδόδεσμος — ο δεσμός με τον οποίο προσδένεται η ισχάδα*, η μικρή άγκυρα που προσδένεται στα πλευρά τής μεγάλης άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς (Ι) + δεσμος (< δεσμός < δέω [ΙΙ]), πρβλ. κεφαλό δεσμος στηθό δεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλία… … Dictionary of Greek
κιονόδεσμος — ο ναυτ. το αποτέλεσμα τού κιονοδετώ, το δέσιμο αλυσίδας ή σχοινιού σε κιονίσκο πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + δεσμος (< δεσμός < δέω / δῶ (II) «δένω»), πρβλ. κεφαλό δεσμος, στηθό δεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον… … Dictionary of Greek
οσφυόδεσμος — ο ειδική ορθροπεδική ζώνη για συγκράτηση και σφίξιμο τής οσφύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οσφύς + δεσμός (πρβλ. στηθό δεσμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κυνοδέσμη — κυνοδέσμη, ἡ, ή κυνοδέσμιον, τὸ (Α) δέρμα με το οποίο οι χορευτές έδεναν την πόσθη («ᾦ δέ τὴν πόσθην ἀπεδοῡντο, τοῡτον τὸν δεσμὸν κυνοδέσμιον ὠνόμαζον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δέσμη (< δεσμός < δέω), πρβλ. μονο δέσμη, στηθο δέσμη … Dictionary of Greek