-
1 στηθύνιον
-
2 στηθύνιον
στηθύνιον, τό, Brüstchen -
3 στηθίνιον
-
4 στηθήνιον
См. также в других словарях:
στηθύνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηθύνιον — και πιθ. τ. στηθήνιον, τὸ, Α υποκορ. μικρό στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος, πιθ. αναλογικά προς το χελ ύνιον, υποκορ. τού χελύνη] … Dictionary of Greek
στηθυνίου — στηθύνιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηθυνίῳ — στηθύνιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηθύνια — στηθύνιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… … Dictionary of Greek