Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στηθίον

См. также в других словарях:

  • στηθίον — τὸ, Α [στῆθος] το στήθος …   Dictionary of Greek

  • στηθίν — τὸ, Α 1. στηθίον* 2. κόσμημα στήθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί τού στηθίον] …   Dictionary of Greek

  • ακροστήθιον — ἀκροστήθιον, το (Α) το κατώτατο σημείο, η άκρη τού στήθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + στηθίον, υποκορ. < στῆθος] …   Dictionary of Greek

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek

  • στηθί' — στηθία , στηθίας bird masc voc sg στηθία , στηθίας bird masc nom sg (epic) στηθίαι , στηθίας bird masc nom/voc pl στηθίᾱͅ , στηθίας bird masc dat sg (attic doric aeolic) στηθία , στηθίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηθία — στηθίᾱ , στηθίας bird masc nom/voc/acc dual στηθίας bird masc voc sg στηθίᾱ , στηθίας bird masc voc sg (attic) στηθίᾱ , στηθίας bird masc gen sg (doric aeolic) στηθίας bird masc nom sg (epic) στηθίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»