-
1 στηθίον
-
2 στηθιον
-
3 στηθίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στηθίον
-
4 ἀκρο-στήθιον
ἀκρο-στήθιον, τό, die obere Brust, Arist. physiogn. 6, 10.
-
5 ακροστηθιον
-
6 στηθί'
στηθία, στηθίαςbird: masc voc sgστηθία, στηθίαςbird: masc nom sg (epic)στηθίαι, στηθίαςbird: masc nom /voc plστηθίᾱͅ, στηθίαςbird: masc dat sg (attic doric aeolic)στηθία, στηθίονneut nom /voc /acc pl -
7 στηθία
στηθίᾱ, στηθίαςbird: masc nom /voc /acc dualστηθίαςbird: masc voc sgστηθίᾱ, στηθίαςbird: masc voc sg (attic)στηθίᾱ, στηθίαςbird: masc gen sg (doric aeolic)στηθίαςbird: masc nom sg (epic)στηθίονneut nom /voc /acc pl -
8 στηθίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στηθίδιον
-
9 ἀκροστήθιον
ἀκρο-στήθιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροστήθιον
-
10 ἀκροστήθιον
См. также в других словарях:
στηθίον — τὸ, Α [στῆθος] το στήθος … Dictionary of Greek
στηθίν — τὸ, Α 1. στηθίον* 2. κόσμημα στήθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί τού στηθίον] … Dictionary of Greek
ακροστήθιον — ἀκροστήθιον, το (Α) το κατώτατο σημείο, η άκρη τού στήθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + στηθίον, υποκορ. < στῆθος] … Dictionary of Greek
στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… … Dictionary of Greek
στηθί' — στηθία , στηθίας bird masc voc sg στηθία , στηθίας bird masc nom sg (epic) στηθίαι , στηθίας bird masc nom/voc pl στηθίᾱͅ , στηθίας bird masc dat sg (attic doric aeolic) στηθία , στηθίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηθία — στηθίᾱ , στηθίας bird masc nom/voc/acc dual στηθίας bird masc voc sg στηθίᾱ , στηθίας bird masc voc sg (attic) στηθίᾱ , στηθίας bird masc gen sg (doric aeolic) στηθίας bird masc nom sg (epic) στηθίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)