Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

στηθίδιον

См. также в других словарях:

  • στηθίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηθίδιον — τὸ, Α [στῆθος] υποκορ. τού στήθος …   Dictionary of Greek

  • στηθιδίων — στηθίδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»