-
1 στείρος
-
2 στεῖρος
-
3 στεῖρος
A barren, of females, ἣ στεῖρος (v.l. for στερρὸς (B))οὖσα μόσχος E.
l.c.;εὐνούχους στείρους Man.1.125
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεῖρος
-
4 στεῖρος
στεῖρος ( στεῤῥός, eigtl. starr, steif, vgl. στέριφος), bei Eur. Andr. 712 auch 2 Endgn, hart, vom unergiebigen Erdboden, auch von Menschen u. Thieren, unfruchtbar, Hom. nur im tom., στεῖραν βοῠν ῥέξειν, Od. 10, 522. 11, 30, vgl. 20, 186, der abweichende Accent zu bemerken, 86. auch nur im fem., von unfruchtbaren Frauen.
-
5 στειρος
-
6 στεῖρος
-
7 στείρος
-
8 στείρος
[старое] еж. бесплодный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στείρος
-
9 στείρος
[старое] еж. бесплодный. (μεταφ) бесплодный, безрезультатный. -
10 στείρος
1) barren2) infertile3) jejune4) sterileΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στείρος
-
11 ἀνά-στειρος
ἀνά-στειρος, ναῦς, Schiff mit hohem Vordertheil ( στεῖρα), Pol. 16. 3.
-
12 infertile
στείρος -
13 στείρον
-
14 στεῖρον
-
15 στεῤῥός
στεῤῥός (ἵστημι), auch 2 Endgn, Pors. Eur. Hec. 150, = στερεός, starr, hart, fest, im Ggstz zum Weichen, Lockern, Flüssigen; δόρυ, Eur Suppl. 711; ἐν στεῤῥοῖς λέκ τροις, Troad. 114; Tim. Locr. 101 a u. sonst ἡ στεῤῥά, sc. γῆ, das feste Land. – Vom Boden, unergiebig; auch von Menschen u. Thieren, unfruchtbar. – Uebertr., unbiegsam, hart, grausam; ἀνάγκης στεῤῥαῖς δίναις, Aesch. Prom. 1054; οὐκ ἔστιν οὕτω στεῤῥὸς ἀνϑρώπου φύσις, Eur. Hec. 296; στεῤῥὰ ἀνάγκη, 1295; στεῤῥὰς ἀλγηδόνας, Med. 1031; ψυχὴ στεῤῥά, Ar. Nubb. 419; στεῤῥῶς αὐτῶν ἀπειχόμεϑα, standhaft, Xen. An. 3, 1, 22; ἐρασταῖς, Flacc. 1 (XII, 12). – Vgl. στερεός, στεῖρος, στέριφος u. ä.
-
16 αναστειρος
-
17 στειρα
Iэп.-ион. στείρη ἥ [στερεός] мор. стем, форштевень ( верхнее продолжение киля) Hom.IIἥ [στεῖρος]1) яловка(βοῦς σ. Hom.)
2) бесплодная женщина NT. -
18 бесплодный
άτεκνος, στείρος, στέρφος, (о почве) άγονος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бесплодный
-
19 неплодородный
άγονοςμη έφοροςάκαρπος, στείροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неплодородный
-
20 яловый
(с.-х) στείρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > яловый
См. также в других словарях:
στεῖρος — barren masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείρος — α, ο / στεῑρος, α, ον, ΝΜΑ, και στερρός, όν, Α αυτός που δεν τεκνοποιεί, που δεν έχει ικανότητα για αναπαραγωγή, στέρφος (α. «εὐνούχους στείρους», Μαν. β. «καὶ ἦν Σάρα στεῑρα καὶ οὐκ ἐτεκνοποίει», ΠΔ) νεοελλ. 1. (για τη σκέψη, τον νου, την ψυχή)… … Dictionary of Greek
στείρος — α, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να γεννήσει λόγω οργανικής βλάβης: Τα στείρα πρόβατα τα έστειλαν στο χασάπη. 2. μτφ., αυτός που δεν καρποφορεί: Το έδαφος της περιοχής είναι στείρο. 3. μη αποτελεσματικός: Οι προσπάθειές του αποδείχτηκαν στείρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στεῖρον — στεῖρος barren masc/fem acc sg στεῖρος barren neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεῖροι — στεῖρος barren masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείρα — (I) η / στεῑρα, ΝΜΑ, ιων. τ. στείρη Α νεοελλ. ναυτ. ισχυρή χαλύβδινη δοκός ή χαλύβδινο κατασκεύασμα που υψώνεται κατακόρυφα από την τρόπιδα τού σκάφους στο πρωραίο άκρο του και πάνω στην οποία καταλήγουν και καρφώνονται τα ελάσματα τής εξωτερικής … Dictionary of Greek
στέρφος — (I) α, ο, Ν 1. (για θηλυκά ζώα και ιδίως για αιγοπρόβατα) α) στείρος β) αυτός που δεν έχει γεννήσει, που δεν έχει αποκτήσει νεογνά 2. (για γη) άγονος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στέρφα το σύνολο τών στέρφων ζώων που υπάρχουν σε ένα κοπάδι.… … Dictionary of Greek
στειροφυής — ές, Μ 1. ο εκ φύσεως στείρος, άγονος 2. αυτός που γεννήθηκε από μητέρα η οποία ήταν στείρα επί μακρό χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στείρος + φυής (< φύω / φύομαι)] … Dictionary of Greek
στειρώ — (I) άω, Μ [στεῑρος] είμαι στείρος. (II) όω, ΜΑ βλ. στειρώνω … Dictionary of Greek
άγονος — η, ο (Α ἄγονος, ον) 1. αυτός που δεν παράγει κάτι, ο μη γόνιμος 2. (για πρόσωπα και ζώα) στείρος 3. (για τη γη) άκαρπος, άφορος, χέρσος 4. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, άσκοπος, ανώφελος αρχ. 1. αγέννητος 2. άτεκνος, άκληρος 3. φρ. «ἄγονος… … Dictionary of Greek
άκαρπος — η, ο (Α ἄκαρπος, ον) 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος «άκαρπο δέντρο», «ἄκαρποι ἄρουραι» 2. ο άτεκνος, ο στείρος «άκαρπη γυναίκα», «ἄκαρπον ζῷον» (Πλάτ. Τίμ. 91 c) 3. ανώφελος, άσκοπος «άκαρπη συζήτηση», «ἄκαρπος πόνος» (Βακχυλ. απ. 7,… … Dictionary of Greek