-
1 στειχω
(impf. ἔστειχον, эп. aor. 2 ἔστῐχον)1) идти, ходить, проходить(κατὰ ὁδόν Hom.)
σ. πόλιν Aesch. — идти в город;σ. ἐπί τινα Her. — идти (войной) на кого-л.2) входить, вступать(ἔσω Aesch.)
σ. τὰν νεάταν ὁδόν Soph. — отправляться в последний путь3) подходить, подступать(πρὸς πύργους Aesch.)
4) выходить(θύραζε Hom.; ἐκ δόμων Soph.)
ἀκτὴς ἥ στείχουσα ἡλίου Eur. — исходящий от солнца луч5) приходить, прибывать(ἀπ΄ Ἄργεος Hom.)
6) уходить, уезжать Soph.στείχωμεν! Aesch. — уйдем (же)!
7) восходить, подниматься(πρὸς οὐρανόν Hom.)
См. также в других словарях:
στείχωμεν — στείχω walk pres subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… … Dictionary of Greek
στείχω — και εσφ. γρφ. στίχω Α 1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ. β. «εἴ τινά που μετ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.) 2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ… … Dictionary of Greek