Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

στεφάνου

См. также в других словарях:

  • Στεφάνου — Επώνυμο οικογένειας από την Κορώνη, που μετανάστευσε στη Ζάκυνθο. Διακρίθηκαν ιδιαίτερα οι επόμενοι: 1. Παναγιώτης. Ιατροχειρουργός, μέλος της Φιλικής Εταιρείας (1792 1863). Σ’ αυτόν οφείλεται η διάσωση του χαρεμιού του Χουρσίτ πασά, που… …   Dictionary of Greek

  • στεφανοῦ — στεφανόω to be put round in a circle pres imperat mp 2nd sg στεφανόω to be put round in a circle imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στεφάνου — Στέφανος that which surrounds masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφάνου — στέφανος that which surrounds masc gen sg στεφανόω to be put round in a circle pres imperat act 2nd sg στεφανόω to be put round in a circle imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στεφάνου, Βασιλεία — Ηθοποιός (1875 1943). Πρωτοεμφανίστηκε το 1897 και διακρίθηκε ως τραγωδός. Όταν ιδρύθηκε το Εθνικό θέατρο, (τότε Βασιλικό), προσλήφθηκε ως πρωταγωνίστρια. Οι αξιολογότερες ερμηνείες της ήταν στην τραγωδία Μερόπη του Δ. Βερναρδάκη και στο Όνειρο… …   Dictionary of Greek

  • Στεφάνου, Στέφανος — Δημοσιογράφος και λογοτέχνης (1868 1932). Έγραψε τα λυρικά ποιήματα Σονάτες (1892), το επύλλιο Ζουλέικα και το θεατρικό έργο Επί του καταστρώματος (κωμωδία). Ο Σ.Σ., που διετέλεσε για μια περίοδο διευθυντής στο Εθνικό θέατρο (τότε Βασιλικό),… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Πρωτομάρτυρα Στεφάνου, μονή — Γυναικείο ησυχαστήριο στο Ηράκλειο της Αττικής. Εξαρτάται από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (παλαιοημερολογίτες). Ιδρύθηκε το 1933 …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Στεφάνου, δήμος — Δήμος (9.451 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Αποτελείται από τον ομώνυμο οικισμό, που είναι και η έδρα του, και τον μικρότερο οικισμό Πευκόφυτο …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Στεφάνου, μονή — Ονομασία τεσσάρων μοναστηριών. 1. Μοναστήρι στο Άγιον Όρος. 2. Γυναικείο μοναστήρι στα Μετέωρα. 3. Γυναικείο μοναστήρι στη Χίο. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Χίου. 4. Γυναικείο μοναστήρι στη Μηχανιώνα της Θεσσαλονίκης. Εξαρτάται από την Εκκλησία των …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Στεφάνου, συνθήκη — Συνθήκη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας που έθεσε τέρμα στον μεταξύ τους πόλεμο (3 Μαρτίου 1878). Βλ. λ. Άγιος Στέφανος …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»