-
1 στεφάνι
τό1) венок;καταθέτω στεφάνι — возлагать венок;
2) венец (тж. брачный);βάζω στεφάνι — венчаться; — вступать в брак, жениться;
την έχει χωρίς στεφάνι — он с ней живёт незаконно;
ζουν χωρίς στεφάνι — они живут незаконно;
καλό στεφάνι! — счастливого брака!;
3) перен. супруг, супруга;να χαρείς το στεφάνι σου! — пусть жена (муж) будет тебе на радость! 4) обруч; — обод;
6) карниз -
2 στεφάνι
[стэфани] ουσ. о. обруч, венок.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στεφάνι
-
3 στεφάνι
[стэфани] ουσ ο обруч, венок. -
4 στεφάνι
çelenk, çiçekten taç, (mec) evlilik -
5 στεφάνι
1) cerceau2) cercle -
6 στεφάνι
1) obrączka (f) rzecz.2) obręcz (f) rzecz. -
7 στεφάνι
1) kruh2) obruč -
8 στεφάνι
1) hoop2) wreathΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στεφάνι
-
9 çelenk
στεφάνι -
10 obruč
στεφάνι -
11 hoop
στεφάνι -
12 wreath
στεφάνι -
13 obręcz
στεφάνι -
14 στεφανίτα
στεφανί̱τᾱ, στεφανίτηςof: masc nom /voc /acc dualστεφανί̱τᾱ, στεφανίτηςof: masc gen sg (doric aeolic) -
15 στεφανίτας
στεφανί̱τᾱς, στεφανίτηςof: masc acc plστεφανί̱τᾱς, στεφανίτηςof: masc nom sg (epic doric aeolic) -
16 στεφανίται
στεφανί̱τᾱͅ, στεφανίτηςof: masc dat sg (doric aeolic) -
17 στεφανίταιν
στεφανί̱ταιν, στεφανίτηςof: masc gen /dat dual -
18 στεφανίταις
στεφανί̱ταις, στεφανίτηςof: masc dat pl -
19 στεφανίτην
στεφανί̱την, στεφανίτηςof: masc acc sg (attic epic ionic) -
20 στεφανίτης
στεφανί̱της, στεφανίτηςof: masc nom sg
См. также в других словарях:
στεφάνι — Ο στέφανος των αρχαίων Ελλήνων. Το σ. χρησίμευε για στόλισμα του κεφαλιού σε όλους τους αρχαίους ανατολικούς λαούς. Οι Έλληνες άρχισαν να το χρησιμοποιούν στους μεταομηρικούς χρόνους, και συνδεόταν αρχικά με τη θεία λατρεία. Τα σ. τα κατασκεύαζαν … Dictionary of Greek
στεφάνι — το 1. ό,τι περιβάλλει κάτι. 2. ανθοστέφανος: Κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. 3. γαμήλιος στέφανος: Δεν έβαλαν ακόμη στεφάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στέφανι, Αγκοστίνο — (Steffani). Ιταλός μουσικοσυνθέτης (Καστελφράνκο Βένετο 1654 – Φρανκφούρτη επί του Μάιν 1728). Σπούδασε μουσική στο Μόναχο (1669 1671) με τον Γ.Κ. Κερλ και τελειοποιήθηκε στη Ρώμη (1672 1674) με τους Καρίσιμι και Μπερνάμπεϊ. Μετά το ταξίδι του… … Dictionary of Greek
Στεφάνι, Λούντολφ — (Stephani). Γερμανός αρχαιολόγος και φιλόλογος (1816 – 1887). Χρημάτισε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Ντόρπαρτ της Γερμανίας και κατόπιν διευθυντής του μουσείου των κλασικών αρχαιοτήτων της Πετρούπολης. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και την Ιταλία και… … Dictionary of Greek
Αμπρότζιο Στεφάνι ντα Φοσάνο — (Ambrogio Stefani da Fossano, 1451 – 1522). Ιταλός ζωγράφος, γνωστός και με το ψευδώνυμό του, Μπεργκονιόνε. Μαζί με τον Φόπα θεωρούνται οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της ζωγραφικής σχολής της Λομβαρδίας πριν την εμφάνιση του Λεονάρντο ντα Βίντσι,… … Dictionary of Greek
στεφανίτα — στεφανί̱τᾱ , στεφανίτης of masc nom/voc/acc dual στεφανί̱τᾱ , στεφανίτης of masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανίτας — στεφανί̱τᾱς , στεφανίτης of masc acc pl στεφανί̱τᾱς , στεφανίτης of masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανιτῶν — στεφανῑτῶν , στεφανίτης of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανίται — στεφανί̱τᾱͅ , στεφανίτης of masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανίταιν — στεφανί̱ταιν , στεφανίτης of masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανίταις — στεφανί̱ταις , στεφανίτης of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)