Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στερῇ

  • 1 στερή

    στερέω
    deprive: aor subj pass 3rd sg
    στερέω
    deprive: fut ind mid 2nd sg
    στερέω
    deprive: pres subj mp 2nd sg
    στερέω
    deprive: pres ind mp 2nd sg
    στερέω
    deprive: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > στερή

  • 2 στερῇ

    στερέω
    deprive: aor subj pass 3rd sg
    στερέω
    deprive: fut ind mid 2nd sg
    στερέω
    deprive: pres subj mp 2nd sg
    στερέω
    deprive: pres ind mp 2nd sg
    στερέω
    deprive: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > στερῇ

  • 3 στέρη

    στέρομαι
    to be without: pres subj mp 2nd sg
    στέρομαι
    to be without: pres ind mp 2nd sg

    Morphologia Graeca > στέρη

  • 4 στέρῃ

    στέρομαι
    to be without: pres subj mp 2nd sg
    στέρομαι
    to be without: pres ind mp 2nd sg

    Morphologia Graeca > στέρῃ

  • 5 υστέρη

    ὕστερος
    latter: fem nom /voc sg (epic ionic)
    ὑστέρα
    womb: fem nom /voc sg (epic ionic)
    ὑ̱στέρη, ὑστερέω
    to be behind: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ὑστερέω
    to be behind: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
    ὑστερέω
    to be behind: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ——————
    ὕστερος
    latter: fem dat sg (epic ionic)
    ὑστέρα
    womb: fem dat sg (epic ionic)

    Morphologia Graeca > υστέρη

См. также в других словарях:

  • στερῇ — στερέω deprive aor subj pass 3rd sg στερέω deprive fut ind mid 2nd sg στερέω deprive pres subj mp 2nd sg στερέω deprive pres ind mp 2nd sg στερέω deprive pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέρῃ — στέρομαι to be without pres subj mp 2nd sg στέρομαι to be without pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωμνή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. στρώμνα και δωρ. τ. στρωμνά Α 1. στρωμένη κλίνη 2. κλίνη, ανάκλιντρο 3. καθετί που στρώνει κανείς σε κρεβάτι ή σε δάπεδο προκειμένου να κοιμηθεί πάνω σε αυτό, στρώμα νεοελλ. παχύ στρώμα από φυτικές ουσίες, λ.χ. άχυρο, πάνω… …   Dictionary of Greek

  • στρωτήρας — ο / στρωτήρ, ῆρος, ΝΑ πλάγια δοκός τής στέγης προσαρτημένη στη μεγάλη ή κεντρική δοκό νεοελλ. δοκός στην οποία στερεώνονται οι σιδηροτροχιές, κν. τραβέρσα αρχ. 1. δοκός η οποία τοποθετείται εγκάρσια πάνω σε άλλη 2.στον πληθ. οἱ στρωτῆρες η… …   Dictionary of Greek

  • στρωτός — ή, ό / στρωτός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει στρωθεί, που έχει καλυφθεί, ο στρωμένος νεοελλ. συνεκδ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται για την ομαλότητά του, ομαλός, κανονικός (α. «στρωτό βάδισμα» β. «στρωτό γράψιμο» γ. «στρωτά μαλλιά» ίσια μαλλιά χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • στρώμα — το / στρῶμα, ΝΜΑ καθετί που στρώνεται πάνω σε κρεβάτι ή απευθείας σε δάπεδο και χρησιμεύει για κατάκλιση και ύπνο επάνω του, ιδίως ο επίπεδος ορθογώνιος σάκος από ανθεκτικό ύφασμα που είναι γεμάτος από μαλακό υλικό, όπως λ.χ. μαλλί, βαμβάκι ή… …   Dictionary of Greek

  • στρώση — η / στρῶσις, ώσεως, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρώνω, κάλυψη μιας επιφάνειας με ένα υλικό, το στρώσιμο 2. επίστρωση (α. «η στρώση τού δρόμου» β. «στρῶσις ὁδῶν» η λιθόστρωση, Διον. Αλ.) νεοελλ. 1. (μεταλργ.) το δάπεδο υπόγειας στοάς… …   Dictionary of Greek

  • στρώτης — ὁ, Α αυτός που στρώνει και, κυρίως, δούλος που ετοιμάζει τα κρεβάτια και τα ανάκλιντρα, που βάζει τα στρώματα και τα καλύμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα στερη (βλ. λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κατίνας Παξινού και Αλέξη Μινωτή — Το μικρό αυτό θεατρικό μουσείο στεγάζεται στο ισόγειο του πρόσφατα ανακαινισμένου μεγάρου Εϋνάρδου (Αγίου Κωνσταντίνου & Μενάνδρου 52, Ομόνοια), όπως ονομάστηκε από την Εθνική Τράπεζα, στην οποία ανήκει αυτό το κτίριο, προς τιμήν του Ελβετού… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης Ρόδου — Το μουσείο στεγάζεται από τον Ιούλιο του 2002 στην καινούργια στέγη του, σε ένα επιβλητικό νεοκλασικό μέγαρο που δώρισε στον δήμο Ροδίων το ζεύγος Ιωάννη και Πάολας Νεστορίδου. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του, που σήμερα αριθμεί περίπου… …   Dictionary of Greek

  • ὑστέρη — ὕστερος latter fem nom/voc sg (epic ionic) ὑστέρα womb fem nom/voc sg (epic ionic) ὑ̱στέρη , ὑστερέω to be behind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑστερέω to be behind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὑστερέω to be behind imperf ind act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»