-
1 στερεμνία
-
2 στερεμνίᾳ
-
3 στερεμνια
τά твердые тела, т.е. материальная действительность Epicur. ap. Diog.L. -
4 στερέμνια
στερέμνιοςhard: neut nom /voc /acc pl -
5 στερεμνίας
στερεμνίᾱς, στερέμνιοςhard: fem acc plστερεμνίᾱς, στερέμνιοςhard: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 στερεμνίαν
στερεμνίᾱν, στερέμνιοςhard: fem acc sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
στερεμνίᾳ — στερεμνίᾱͅ , στερέμνιος hard fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερέμνια — στερέμνιος hard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεμνίας — στερεμνίᾱς , στερέμνιος hard fem acc pl στερεμνίᾱς , στερέμνιος hard fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεμνίαν — στερεμνίᾱν , στερέμνιος hard fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερέμνιος — ία, ον, ΜΑ, θηλ. και στερέμνιος Α στερεός, σκληρός («στερεμνιωτέρα τροφή», Κλήμ. Αλ.) μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ στερεμνία στερεότητα, σταθερότητα αρχ. 1. σταθερός 2. μτφ. ισχυρός, δυνατός 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στερέμνια α) οι στερεές… … Dictionary of Greek