-
1 στερνοσώματος
στερνο-σώματος, λοπάδος κύτος, = κύτος στέρνου, von der Schüssel -
2 στεῤῥο-σώματος
στεῤῥο-σώματος, von hartem, festem Leibe, Conj. für στερνοσώματος, w. m. s.
См. также в других словарях:
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek