-
1 στερεοποιηθώσιν
-
2 στερεοποιηθῶσιν
См. также в других словарях:
στερεοποιηθῶσιν — στερεοποιέω make hard aor subj pass 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 στερεοποιηθώσιν
2 στερεοποιηθῶσιν
στερεοποιηθῶσιν — στερεοποιέω make hard aor subj pass 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)