-
1 στερεμνιόομαι
A become solid, Zeno Stoic.1.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεμνιόομαι
-
2 στερέμνιος
A = στερεός, hard, fast, firm,οὐρανός Placit.2.11.2
; ;ὠτειλαί Aret.
l.c.;σιτίον Ath.1.10c
; τὰ ς. solid food, BKT3p.20; also τὰ ς. solid objects, Epicur. Ep.1pp.9, al. U. (also sg., Id.Nat.2.3, al.);σ. πύκνωμα Phld.D.3.11
;τὰ -ώτερα D.S.1.7
; σ. κίνησις stable motion, Bito 60.7. Adv. - ίως firmly, κλῖμαξ σ. ἐνδεδεμένη ibid., cf. Hp.Alim.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερέμνιος
-
3 στερεμνιώδης
στερεμνι-ώδης, ες,A of solid nature, Porph. ap. Stob.1.49.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεμνιώδης
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий