Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

στερέμνιος

См. также в других словарях:

  • στερέμνιος — hard masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερέμνιος — ία, ον, ΜΑ, θηλ. και στερέμνιος Α στερεός, σκληρός («στερεμνιωτέρα τροφή», Κλήμ. Αλ.) μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ στερεμνία στερεότητα, σταθερότητα αρχ. 1. σταθερός 2. μτφ. ισχυρός, δυνατός 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στερέμνια α) οι στερεές… …   Dictionary of Greek

  • στερεμνιώτερον — στερέμνιος hard adverbial comp στερέμνιος hard masc acc comp sg στερέμνιος hard neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεμνιωτάτων — στερέμνιος hard fem gen superl pl στερέμνιος hard masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεμνιωτέρων — στερέμνιος hard fem gen comp pl στερέμνιος hard masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεμνίων — στερέμνιος hard fem gen pl στερέμνιος hard masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεμνίως — στερέμνιος hard adverbial στερέμνιος hard masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερέμνιον — στερέμνιος hard masc acc sg στερέμνιος hard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεμνιωτάτου — στερέμνιος hard masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεμνιωτέρου — στερέμνιος hard masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεμνιώτερα — στερέμνιος hard neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»