Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

στεπτήριος

См. также в других словарях:

  • στεπτήριος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στέψη 2. αυτός που αρμόζει σε στέψη 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Στεπτήριον γιορτή την οποία τελούσαν κάθε εννέα χρόνια σε ανάμνηση τής επανόδου τού Απόλλωνος από την κοιλάδα τών Τεμπών, όπου είχε… …   Dictionary of Greek

  • στεπτήρια — στεπτήριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεπτικός — ή, όν, Α [στέφω] 1. στεπτήριος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στεπτικόν χρήματα τα οποία οι άρχοντες κατέβαλλαν στους βασιλείς ως αντίτιμο για το αξίωμα που κατείχαν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»