Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

στενόπορον

См. также в других словарях:

  • στενόπορον — στενόπορος with a narrow pass masc/fem acc sg στενόπορος with a narrow pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερβένι — I Αρχαιολογικός χώρος κοντά στη Θεσσαλονίκη, στη συμβολή των οδών Καβάλας Θεσσαλονίκης και Σερρών Θεσσαλονίκης. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε ανακαλυφθεί εκεί ένας διθάλαμος μακεδονικός τάφος. Κοντά σε αυτόν βρέθηκε και ένας μικρότερος, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»