Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στενάζει

См. также в других словарях:

  • στενάζει — στενάζω sigh deeply pres ind mp 2nd sg στενάζω sigh deeply pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αειστένακτος — ἀειστένακτος, ον (Μ) αυτός που διαρκώς στενάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + στενάζω] …   Dictionary of Greek

  • αλίστονος — ἁλίστονος, ον (Α) 1. αυτός που ηχεί όπως η θάλασσα ή αντηχεί από την πρόσκρουση τής θάλασσας 2. (για τους ψαράδες) αυτός που στενάζει, που μοχθεί στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + στόνος «στεναγμός» < στένω «στενάζω»] …   Dictionary of Greek

  • αστέναχτος — η, ο (AM ἀστένακτος, ον) 1. αυτός που δεν στενάζει («Ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ», Δ. Σολωμός «ἄκλαυτος, ἀστένακτος» χωρίς κλάματα και στεναγμούς, Ευρ.) 2. εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου δεν στέναξε κάποιος (φρ. «δεν πέρασα… …   Dictionary of Greek

  • αυτόστονος — αὐτόστονος, ον (Α) αυτός που στενάζει για τα βάσανά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + στόνος «στεναγμός» < στένω (πρβλ. αγάστονος, βαρύστονος)] …   Dictionary of Greek

  • βαθυστέναχτος — η, ο 1. ο αξιοθρήνητος, αυτός για τον οποίο αξίζει να στενάζει βαθειά κανείς 2. εκείνος που εκδηλώνεται με πολλούς στεναγμούς …   Dictionary of Greek

  • κακοστένακτος — κακοστένακτος, ον (Α) αυτός που στενάζει βαριά, θλιβερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + στενάζω] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοστένακτος — μεγαλοστένακτος, ον (Α) αυτός για τον οποίο στενάζει κάποιος πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στενακτος (< στενάζω), πρβλ. πολυ στένακτος] …   Dictionary of Greek

  • πολυστένακτος — η, ο / πολυστένακτος, ον, ΝΜΑ, πολυστέναχτος, η, ο, Ν, πολυστέναχος, ον, Μ 1. αυτός που επιφέρει, που προκαλεί πολλούς στεναγμούς 2. ο γεμάτος στεναγμούς («τὸν πολυστένακτον ἀνθρώπων βίον γέλωτι κεράσας», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. αυτός που στενάζει… …   Dictionary of Greek

  • πολύβογγος — η, ο, Ν αυτός που βογγά πολύ, που στενάζει πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βόγγος (< βογγώ)] …   Dictionary of Greek

  • πολύστονος — ον, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλούς στεναγμούς, που στενάζει ή θρηνεί πολύ, δυστυχισμένος 2. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί πολλούς στεναγμούς, ο αίτιος πολλών στεναγμών, ο λυπηρός («εἶτα τὴν πολύστονον Τροίαν ἑλόντα κλέος ὑπέρτατον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»