-
1 στενόχωρος
στενόχωροςnarrow: masc /fem nom sg -
2 στενόχωρος
στενόχωρ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στενόχωρος
-
3 στενόχωρος
crampedΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στενόχωρος
-
4 στενοχωρότερον
στενόχωροςnarrow: adverbial compστενόχωροςnarrow: masc acc comp sgστενόχωροςnarrow: neut nom /voc /acc comp sg -
5 στενοχώρως
στενόχωροςnarrow: adverbialστενόχωροςnarrow: masc /fem acc pl (doric) -
6 στενόχωρον
στενόχωροςnarrow: masc /fem acc sgστενόχωροςnarrow: neut nom /voc /acc sg -
7 στενοχωρόταται
στενόχωροςnarrow: fem nom /voc superl pl -
8 στενοχώροις
στενόχωροςnarrow: masc /fem /neut dat pl -
9 στενοχώρου
στενόχωροςnarrow: masc /fem /neut gen sg -
10 στενοχώρους
στενόχωροςnarrow: masc /fem acc pl -
11 στενοχώρων
στενόχωροςnarrow: masc /fem /neut gen pl -
12 στενοχώρω
-
13 στενοχώρῳ
-
14 στενοχωρής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στενοχωρής
См. также в других словарях:
στενόχωρος — narrow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενόχωρος — η, ο / στενόχωρος, ον, ΝΜΑ, και στενάχωρος και στανάχωρος, η, ο, Ν 1. αυτός που έχει στενότητα χώρου, αυτός που δεν έχει επαρκή χώρο, σε αντιδιαστολή με τον ευρύχωρο («στενόχωρο σπίτι») 2. συνεκδ. πληκτικός, πνιγηρός νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
στενόχωρος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει επαρκή χώρο: Μένουν σ ένα στενόχωρο σπίτι. 2. αυτός που εύκολα στενοχωριέται: Είναι πολύ στενόχωρος άνθρωπος. 3. αυτός που προκαλεί στενοχώρια: Η δουλειά του είναι πολύ στενόχωρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στενοχωρότερον — στενόχωρος narrow adverbial comp στενόχωρος narrow masc acc comp sg στενόχωρος narrow neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχώρως — στενόχωρος narrow adverbial στενόχωρος narrow masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενόχωρον — στενόχωρος narrow masc/fem acc sg στενόχωρος narrow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχωρόταται — στενόχωρος narrow fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχώροις — στενόχωρος narrow masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχώρου — στενόχωρος narrow masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχώρους — στενόχωρος narrow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχώρων — στενόχωρος narrow masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)