Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

στενός

  • 1 étroit

    στενός

    Dictionnaire Français-Grec > étroit

  • 2 těsný

    στενός

    Česká-řecký slovník > těsný

  • 3 úzkoprsý

    στενός

    Česká-řecký slovník > úzkoprsý

  • 4 úzký

    στενός

    Česká-řecký slovník > úzký

  • 5 narrow

    στενός

    English-Greek new dictionary > narrow

  • 6 ciasny

    στενός

    Słownik polsko-grecki > ciasny

  • 7 obcisły

    στενός

    Słownik polsko-grecki > obcisły

  • 8 wąski

    στενός

    Słownik polsko-grecki > wąski

  • 9 dar

    στενός, στενόχωρος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > dar

  • 10 близкий

    близкий 1. 1) κοντινός, πλησίος προσεχής (по вре мени)' самый \близкий путь о πιο κοντινός δρόμος 2) (сходный ) όμοιος 3) (об отношениях) στενός \близкий друг о στενός φίλος 2.: мн. \близкийие (родствен ники ) οι στενοί συγγενείς
    * * *
    1.
    1) κοντινός, πλησίος; προσεχής ( по времени)

    са́мый бли́зкий путь — ο πιο κοντινός δρόμος

    2) ( сходный) όμοιος
    3) ( об отношениях) στενός

    бли́зкий друг — ο στενός φίλος

    2. мн.

    бли́зкие (родственники) — στενοί συγγενείς

    Русско-греческий словарь > близкий

  • 11 узкий

    у́зк||ий
    прил в разн. знач. στενός:
    \узкийая ткань τό στενό ὕφασμα· \узкийая обувь τά στενά παπούτσια· \узкийое платье τό στενό φόρεμα· \узкий и длинный μακρόστενος, στενόμακρος· \узкийая улица ὁ στενός δρόμος· \узкий переулок τό στενοσόκακο· \узкийая специальность ἡ στενή εἰδικότητα· \узкий круг друзей ὁ στενός φιλικός κύκλος· \узкий кругозор ὁ στενός ὁρίζοντας· ◊ \узкийое место перен τό ἀδύνατο σημείο, ἡ ἀχίλλειος πτέρνα

    Русско-новогреческий словарь > узкий

  • 12 тесный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. στενός, στενόχωρος•

    -ая комната στενάχωρο δωμάτιο•

    тесный проход στενή δίοδος•

    -ая улица η στενή οδός (σοκάκι).

    || μτφ. περιορισμένος•

    тесный круг друзей στενός κύκλος φίλων•

    у него тесный кругозор αυτός έχει στενόν ορίζοντα.

    2. πυκνός• συνεσφιγμένος, στριμωχτός. || μτφ. στενά συνδεμένος, με στενές σχέσεις•

    тесный друг στενός (επιστήθιος) φίλος•

    -ая дружба στενήφιλία•

    -ое сотрудничество στενή συνεργασία•

    -ая связь στενός δεσμός.

    3. σφιχτός (για ένδυμα, υπόδημα).
    4. μτφ. παλ. δύσκολος, χαλεπός, βαρύς•

    -ые обстоятельства δύσκολες εριστάσεις.

    Большой русско-греческий словарь > тесный

  • 13 узкий

    επ., βρ: узок, узка, узко; уже.
    1. στενός•

    узкий и длинный στενόμακρος•

    -ая лента στενή ταινία•

    σφιχτός•

    -ое платье στενό φόρεμα•

    -ие туфли στενά παπούτσια.

    2. μτφ. περιορισμένος•

    узкий круг знакомых στενός κύκλος γνωστών•

    -ое совещание στενή σύσκεψη (ολιγομελής)•

    узкий политический кругозор στενός πολιτικός ορίζοντας.

    3. (γλωσ.) προφερόμενος με περιορισμένο το άνοιγμα του στόματος•

    узкий гласный στενό φωνήεν.

    εκφρ.
    - ое место – τρωτό σημείο.

    Большой русско-греческий словарь > узкий

  • 14 тесный

    тесный στενός, στενόχωρος; \тесныйая обувь τα στενά (или μικρά) παπούτσια
    * * *
    στενός, στενόχωρος

    те́сная о́бувь — τα στενά ( или μικρά) παπούτσια

    Русско-греческий словарь > тесный

  • 15 узкий

    узкий 1) στενός 2) (не по размеру) μικρός
    * * *
    2) ( не по размеру) μικρός

    Русско-греческий словарь > узкий

  • 16 близкий

    бли́зк||ий
    прил
    1. (по месту) κοντινός, ἐγγύς, γειτονικός;
    2. (по времени) προσεχής, ἐπικείμενος;
    3. (сходный) ὀμοιος:
    \близкий к подлиннику ὀμοιος μέ τό πρωτότυπο;
    4. (об отношениях) στενός, οίκεῖος;
    5. (о родне, друзьях) στενός;
    6. \близкийие мн. в знач. сущ. οἱ συγγενείς.

    Русско-новогреческий словарь > близкий

  • 17 интимный

    инти́мн||ый
    прил οίκεῖος, στενός, ἰδιαίτερος:
    \интимныйый Друг ὁ στενός φίλος· \интимныйый разговор ἰδιαίτερη συνομιλία

    Русско-новогреческий словарь > интимный

  • 18 тесный

    тесн||ый
    прил
    1. στενός, στενόχωρος:
    \тесныйый проход τό στενό πέρασμα, ἡ στενή δίοδος· \тесныйая квартира τό στενόχωρο διαμέρισμα· \тесныйый пиджак τό στενό σακκάκν
    2. перен ἐπιστήθιος, στενός:
    \тесныйая дру́жба ἡ στενή φιλία· в \тесныйом кругу́ друзей σέ στενό κύκλο φίλων.

    Русско-новогреческий словарь > тесный

  • 19 close

    I 1. [kləus] adverb
    1) (near in time, place etc: He stood close to his mother; Follow close behind.) κοντά
    2) (tightly; neatly: a close-fitting dress.) εφαρμοστά
    2. adjective
    1) (near in relationship: a close friend.) κοντινός, στενός
    2) (having a narrow difference between winner and loser: a close contest; The result was close.) με μικρή διαφορά
    3) (thorough: a close examination of the facts; Keep a close watch on him.) προσεκτικός
    4) (tight: a close fit.) στενός, εφαρμοστός
    5) (without fresh air: a close atmosphere; The weather was close and thundery.) αποπνικτικός
    6) (mean: He's very close (with his money).) `σφικτός`, τσιγκούνης
    7) (secretive: They're keeping very close about the business.) κλειστός, εχέμυθος
    - closeness
    - close call/shave
    - close-set
    - close-up
    - close at hand
    - close on
    - close to
    II 1. [kləuz] verb
    1) (to make or become shut, often by bringing together two parts so as to cover an opening: The baby closed his eyes; Close the door; The shops close on Sundays.) κλείνω
    2) (to finish; to come or bring to an end: The meeting closed with everyone in agreement.) τελειώνω
    3) (to complete or settle (a business deal).) ολοκληρώνω
    2. noun
    (a stop, end or finish: the close of day; towards the close of the nineteenth century.) τέλος
    - close up

    English-Greek dictionary > close

  • 20 intimate

    1. ['intimət] adjective
    1) (close and affectionate: intimate friends.) στενός
    2) (private or personal: the intimate details of his correspondence.) προσωπικός
    3) ((of knowledge of a subject) deep and thorough.) βαθύς
    2. noun
    (a close friend.) στενός φίλος
    3. [-meit] verb
    (to give information or announce.) γνωστοποιώ
    - intimacy
    - intimately

    English-Greek dictionary > intimate

См. также в других словарях:

  • στενός — narrow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στένος — narrow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • στένος — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • στενός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει μικρό πλάτος: Οιδρόμοι στην πόλη μας είναι πολύ στενοί. 2. κοντινός: Είναι πολύ στενοί φίλοι ή συγγενείς. – Ανέπτυξαν στενές σχέσεις. 3. φρ., «με τη στενή έννοια», με την κυριολεκτική σημασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεινά — στενός narrow neut nom/voc/acc pl (ionic) στεινά̱ , στενός narrow fem nom/voc/acc dual (ionic) στεινά̱ , στενός narrow fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεινότερον — στενός narrow adverbial comp (ionic) στενός narrow masc acc comp sg (ionic) στενός narrow neut nom/voc/acc comp sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενά — στενός narrow neut nom/voc/acc pl στενά̱ , στενός narrow fem nom/voc/acc dual στενά̱ , στενός narrow fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενῶν — στένος narrow neut gen pl (attic epic doric) στενάζω sigh deeply fut part act masc voc sg στενάζω sigh deeply fut part act neut nom/voc/acc sg στενάζω sigh deeply fut part act masc nom sg (attic epic ionic) στενός narrow fem gen pl στενός narrow… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενώτερον — στενός narrow adverbial comp στενός narrow masc acc comp sg στενός narrow neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στένει — στένος narrow neut nom/voc/acc dual (attic epic) στένεϊ , στένος narrow neut dat sg (epic ionic) στένος narrow neut dat sg στένω moan pres ind mp 2nd sg στένω moan pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»