Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στενυγρῇ

См. также в других словарях:

  • στενυγρῇ — στενυγρός a narrow pass fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενυγρῆι — στενυγρῇ , στενυγρός a narrow pass fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενυγρός — ή, όν, Α ιων. τ. 1. στενός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στενυγρή στενή διάβαση, πορθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό παράγωγο τού επιθ. στενός, σχηματισμένο από θέμα στενυ (πρβλ. Στενύ κληρος, βλ. και λ. στενός), με ουρανικό ένθημα γ και επίθημα ρός (πρβλ. θαλυ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»