-
1 στενυγρή
-
2 στενυγρῇ
-
3 στενυγρός
-
4 στενυγρήι
-
5 στενυγρῆι
-
6 στενυγρός
Aστενός, ἀτραπός Semon.14
, cf. Hp.Epid. 5.48;ἰσθμός Max.Tyr.35.7
; στενυγρή, ἡ, a narrow pass or strait, Orac. ap. Oenom. ap. Eus.PE5.20, prob. for στενύστραν in Orac. ap. Apollod.2.8.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στενυγρός
-
7 στενυγρός
στενυγρός, ἡ στενυγρή, Engpaß
См. также в других словарях:
στενυγρῇ — στενυγρός a narrow pass fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενυγρῆι — στενυγρῇ , στενυγρός a narrow pass fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενυγρός — ή, όν, Α ιων. τ. 1. στενός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στενυγρή στενή διάβαση, πορθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό παράγωγο τού επιθ. στενός, σχηματισμένο από θέμα στενυ (πρβλ. Στενύ κληρος, βλ. και λ. στενός), με ουρανικό ένθημα γ και επίθημα ρός (πρβλ. θαλυ… … Dictionary of Greek