-
1 στενο-επι-μήκης
στενο-επι-μήκης, ες, schmal u. lang, Schol. Soph. Ant. 1235.
-
2 στενόμακρος
στενό-μακρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στενόμακρος
-
3 στενοεπιμήκης
στενο-επι-μήκης, ες, schmal u. lang
См. также в других словарях:
ισομήκης — όμηκες (Α ἰσομήκης, όμηκες) ίσος με άλλον κατά το μήκος («ἰσομήκης πως τῇ Ἀττικῇ», Στράβ.) αρχ. (για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ιδιο μήκης, στενο μήκης] … Dictionary of Greek