Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

στενοπρόσωπος

См. также в других словарях:

  • στενοπρόσωπος — ον, Α αυτός που έχει στενό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + πρόσωπος (< πρόσωπο), πρβλ. πολυ πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

  • στενοπροσωπότερον — στενοπρόσωπος narrow faced adverbial comp στενοπρόσωπος narrow faced masc acc comp sg στενοπρόσωπος narrow faced neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»