Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

στενοκώκυτος

См. также в других словарях:

  • στενοκώκυτος — ον, Α (με κωμ. σημ.) (για τρίχα) αυτός που είναι τόσο βαθιά ριζωμένος ώστε να κραυγάζει κανείς όταν τόν ξεριζώνουν («ἐκκοκκιῶ σου τὰς στενοκωκύτους τρίχας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + κωκυτός «θρήνος»] …   Dictionary of Greek

  • στενοκωκύτους — στενοκώκυτος so fast set in masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»