-
1 στενοκωκυτος
2шутл. исторгающий воплиἐκκοκκίζειν τὰς στενοκωκύτους τρίχας τινός Arph. — вырывать у кого-л. волосы вместе с воплями
См. также в других словарях:
στενοκώκυτος — ον, Α (με κωμ. σημ.) (για τρίχα) αυτός που είναι τόσο βαθιά ριζωμένος ώστε να κραυγάζει κανείς όταν τόν ξεριζώνουν («ἐκκοκκιῶ σου τὰς στενοκωκύτους τρίχας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + κωκυτός «θρήνος»] … Dictionary of Greek
στενοκωκύτους — στενοκώκυτος so fast set in masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)