-
1 στενογραφώ
[стэнографо] р. стенографировать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στενογραφώ
-
2 стенографировать
-
3 стенографировать
стеногр||афи́роватьсов и несов στενογραφώ. -
4 стенографировать
[στιναγκραφίραβατ"] ρ. στενογραφώ -
5 стенографировать
[στιναγκραφίραβατ"] ρ στενογραφώ -
6 стенографировать
См. также в других словарях:
στενογραφώ — έω, Ν γράφω κείμενο με τη μέθοδο τής στενογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + γραφώ (< γράφος < γράφω). Το ρ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο] … Dictionary of Greek
στενογραφώ — στενογράφησα, στενογραφήθηκα, στενογραφημένος, γράφω ένα κείμενο σύντομα με γραφικά σύμβολα: Στενογράφησαν τα πρακτικά της δίκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στενογράφημα — το, Ν [στενογραφώ] κείμενο γραμμένο με τη μέθοδο τής στενογραφίας … Dictionary of Greek
στενογραφία — Μέθοδος γραφής με απλά γραφικά σύμβολα που συνδέονται το ένα με το άλλο και επιτρέπουν σε όποιον ξέρει το στενογραφικό αλφάβητο να γράφει πολύ γρήγορα. Η απλοποίηση φτάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε με μια μονοκοντυλιά να γράφεται ολόκληρη λέξη. Τα… … Dictionary of Greek
στενογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στενογραφία 2. αυτός που είναι γραμμένος με τη μέθοδο τής στενογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων] … Dictionary of Greek
ταχυγραφώ — ταχυγραφῶ, έω, ΝΜ [ταχυγράφος] γράφω γρήγορα ή βιαστικά νεοελλ. (σπάν.) στενογραφώ … Dictionary of Greek