Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

στενογραφώ

См. также в других словарях:

  • στενογραφώ — έω, Ν γράφω κείμενο με τη μέθοδο τής στενογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + γραφώ (< γράφος < γράφω). Το ρ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο] …   Dictionary of Greek

  • στενογραφώ — στενογράφησα, στενογραφήθηκα, στενογραφημένος, γράφω ένα κείμενο σύντομα με γραφικά σύμβολα: Στενογράφησαν τα πρακτικά της δίκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στενογράφημα — το, Ν [στενογραφώ] κείμενο γραμμένο με τη μέθοδο τής στενογραφίας …   Dictionary of Greek

  • στενογραφία — Μέθοδος γραφής με απλά γραφικά σύμβολα που συνδέονται το ένα με το άλλο και επιτρέπουν σε όποιον ξέρει το στενογραφικό αλφάβητο να γράφει πολύ γρήγορα. Η απλοποίηση φτάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε με μια μονοκοντυλιά να γράφεται ολόκληρη λέξη. Τα… …   Dictionary of Greek

  • στενογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στενογραφία 2. αυτός που είναι γραμμένος με τη μέθοδο τής στενογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων] …   Dictionary of Greek

  • ταχυγραφώ — ταχυγραφῶ, έω, ΝΜ [ταχυγράφος] γράφω γρήγορα ή βιαστικά νεοελλ. (σπάν.) στενογραφώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»