-
1 στεμμάτιον
στεμμάτιον, τό, dim. von στέμμα (?).
См. также в других словарях:
στεμμάτιον — τὸ, Μ [στέμμα, ατος] υποκορ. τού στέμμα … Dictionary of Greek
1 στεμμάτιον
στεμμάτιον, τό, dim. von στέμμα (?).
στεμμάτιον — τὸ, Μ [στέμμα, ατος] υποκορ. τού στέμμα … Dictionary of Greek