-
1 στελεός
στελεός, ὁ,=Aστελεά 1
, of an axe, EM339.57, 725.49; nom. pl.στελεοί IG22.1673.29
,30;=σκυταλίδες 1.3
, J.AJ3.6.6; acc. pl. writtenστελειούς IG22.1673.55
: gender uncertain in acc. sg. στελεόν (perh.= rolling-pin) Anaxipp.6.3, cf. Antiph.121 (Rh.Mus.81.381), and in gen. sg.στελεοῦ Ph.Bel.67.13
, AP6.297 (Phan.): dat. sg.στελεῷ Alciphr.3.55
codd. ( στελέχῳ cj. Mein.); στελεοῖς ἐχρῶντο (to punish adulterers) μὴ παρουσῶν τούτων (sc. τῶν ῥαφανίδων) App.Prov. 5.43 (cf.στελεά 11
): also nom. [full] στειλειός, Aesop. 122, gen. στειλειοῦ (gender uncertain) Nic.Th. 387 (v.l. στειλειῆς): also [full] στειλεός,οἱ σ. τῶν σκαφίων Hp.Fract.8
, cf. Mul.1.90 (with vv. ll. in both places, as also in the citations by Paul.Aeg.6.99, 115, 118):—hence [var] Dim. [full] στειλειάριον, Eust.1531.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στελεός
См. также в других словарях:
στελεχώνω — στελεχῶ, όω, ΝΑ [στέλεχος] νεοελλ. επανδρώνω οργάνωση, οργανισμό ή επιχείρηση με τα απαραίτητα για τη λειτουργία τους στελέχη αρχ. 1. σχηματίζω στέλεχος 2. οδηγώ σε πλήρη ανάπτυξη («οὐρανομήκεις ἀρετάς στελεχοῡν», Φίλ.) 3. παθ. στελεχοῡμαι, όομαι … Dictionary of Greek