-
1 στειναυχην
-
2 στειναύχην
στειναύχηνnarrow-necked: masc /fem nom /voc sg -
3 στειναύχην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στειναύχην
-
4 στειναύχην
στειν-αύχην, ενος, enghalsig, von einer Flasche -
5 στεν-αύχην
στεν-αύχην, ενος, enghalsig. – Siehe oben στειναύχην.
См. также в других словарях:
στειναύχην — narrow necked masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειναύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α βλ. στεναύχην … Dictionary of Greek
στεναύχην — και ιων. τ. στειναύχην, ενος, ὁ, Α (για αγγείο) αυτός που έχει στενό λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός / στεινός + αὐχήν, ένος] … Dictionary of Greek