Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

στεγνότης

См. также в других словарях:

  • στεγνότης — closeness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνότητα — στεγνότης closeness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνότητι — στεγνότης closeness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνότητος — στεγνότης closeness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνότητα — η / στεγνότης, ητος, ΝΜΑ [στεγνός] νεοελλ. η ιδιότητα τού στεγνού, το να είναι στεγνό κάτι μσν. αρχ. στεγανότητα, το να είναι κάτι υδατοστεγές ή αεροστεγές αρχ. δυσκοιλιότητα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»