-
1 στεγνότης
-
2 στεγνότης
См. также в других словарях:
στεγνότης — closeness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγνότητα — στεγνότης closeness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγνότητι — στεγνότης closeness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγνότητος — στεγνότης closeness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγνότητα — η / στεγνότης, ητος, ΝΜΑ [στεγνός] νεοελλ. η ιδιότητα τού στεγνού, το να είναι στεγνό κάτι μσν. αρχ. στεγανότητα, το να είναι κάτι υδατοστεγές ή αεροστεγές αρχ. δυσκοιλιότητα … Dictionary of Greek