-
1 στεγνωτικοίς
-
2 στεγνωτικοῖς
См. также в других словарях:
στεγνωτικοῖς — στεγνωτικός making costive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 στεγνωτικοίς
2 στεγνωτικοῖς
στεγνωτικοῖς — στεγνωτικός making costive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)