-
1 στεγανών
στεγάνηa covering: fem gen plστεγανόςcovering so as to keep out water: fem gen plστεγανόςcovering so as to keep out water: masc /neut gen plστεγανόωto be covered over: pres part act masc voc sg (doric aeolic)στεγανόωto be covered over: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)στεγανόωto be covered over: pres part act masc nom sgστεγανόωto be covered over: pres inf act (doric) -
2 στεγανῶν
στεγάνηa covering: fem gen plστεγανόςcovering so as to keep out water: fem gen plστεγανόςcovering so as to keep out water: masc /neut gen plστεγανόωto be covered over: pres part act masc voc sg (doric aeolic)στεγανόωto be covered over: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)στεγανόωto be covered over: pres part act masc nom sgστεγανόωto be covered over: pres inf act (doric)
См. также в других словарях:
στεγανῶν — στεγάνη a covering fem gen pl στεγανός covering so as to keep out water fem gen pl στεγανός covering so as to keep out water masc/neut gen pl στεγανόω to be covered over pres part act masc voc sg (doric aeolic) στεγανόω to be covered over pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
στεγανοποίηση — η, Ν [στεγανοποιώ] 1. το να καθίσταται στεγανό κάτι 2. μτφ. δημιουργία στεγανών, πλήρως απομονωμένων τμημάτων ή ομάδων σε υπηρεσίες ή οργανισμούς, ώστε να μη διαρρέει καμία πληροφορία προς τα έξω και να μη γνωρίζει τίποτε γι αυτά η κοινή γνώμη… … Dictionary of Greek