-
1 στείρωμα
См. также в других словарях:
στείρωμα — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τρόπις». [ΕΤΥΜΟΛ. < στεῖρα «τμήμα τής πλώρης» + ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα)] … Dictionary of Greek
1 στείρωμα
στείρωμα — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τρόπις». [ΕΤΥΜΟΛ. < στεῖρα «τμήμα τής πλώρης» + ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα)] … Dictionary of Greek