Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σταϑμῶν

  • 41 ἀναγραφή

    A inscribing, registering, of properties, contracts, etc., Pl.Lg. 850a;

    συναλλαγμάτων Arist.Pol. 1322b34

    ; of names of public benefactors, etc., X.Vect.3.11;

    στήλης IG2.14

    c, cf. 227, etc.
    2

    ἀ. τῶν νόμων

    codification,

    Lys.30.25

    .
    3 Medic., prescription, formula, Hp.Decent.10; formula for a magic ink, PMag. Leid.V.12.16.
    4 record, description, Plb.3.33.17, Plu.Per.2, etc.
    5 treatise, Hero Bel.73.5: composition,

    τῶν διαλόγων Phld. Acad.Ind.p.4

    M.
    II register, esp. in pl., public records, GDI1743.10 (Delph.), Plb.12.11.4, etc.: also ἀ. ἀρχόντων, φιλοσόφων, D.L.1.22,42;

    σταθμῶν Str.15.1.11

    ; copy of decree, SIG 622A8 (Delph., ii B. C.).
    2 the Sacred Scriptures, Ph.1.694.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναγραφή

  • 42 ῥυτήρ

    ῥῡτήρ (A), ῆρος, , ( ἐρύω (A))
    A one who draws or stretches, ῥ. βιοῦ, ὀϊστῶν, drawer of the bow, of arrows, Od.21.173, 18.262.
    2 strap by which one holds a horse, rein, Il.16.475 (pl.); σπεύδειν ἀπὸ ῥυτῆρος with loose rein, at full gallop, S.OC 900;

    ἀπὸ ῥ. ἐλαύνειν τοὺς ἵππους D.H.4.85

    , cf. 11.33, D.S.19.26 (Phryn.PSp.41 B. expl. ἀπὸ ῥ. by ἄνευ χαλινοῦ):

    ῥυτῆρα χαλινόν Pancrat.Oxy.1085.4

    ;

    χαλινὸν.. ἔχον ῥυτῆρας PCair.Zen.659.11

    (iii B.C.).
    b strap to flog with, D.19.197, Aeschin.2.157, cf. S.Aj. 241 (anap.), Fr. 501.
    ------------------------------------
    ῥῡτήρ (B), ῆρος, , ( ἐρύω (B))
    A saviour, guard, defender, σταθμῶν ῥ. Od.17.187, 223;

    ῥυτῆρες Διός Opp.C.3.13

    : fem. abs., Id.H.1.669; cf. ῥύτειρα. (Cf.

    ῥυστήρ 1

    .)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥυτήρ

  • 43 μέτρον

    μέτρον, τό, (1) das Maß; (a) das Werkzeug zum Messen, der Maßstab; im weiteren Sinne: Maß und Gewicht. Bes. (b) das Maß für flüssige u. trockene Dinge, auch das damit Gemessene; (c) jeder gemessene oder meßbare Raum, μέτρα κελεύϑου, die Maße, die Länge des Weges; μέτρον ὅρμου, der Raum des Hafens; μέγας ἐσσὶ καὶ ἥβης μέτρον ἱκάνεις, das volle Maß der Jugend, d. i. die Zeit der vollsten Jugendblüte erreicht haben; σοφίης μέτρον, das volle Maß der Weisheit, die vollkommne Weisheit; ὥςπερ ὑπὲρ σταϑμῶν ἢ μέτρων τὸ ἴσον σκοπούμενοι, die Gleichheit in Gewichten und Maßen. (2) das rechte Maß zwischen zu wenig u. zu viel, Ebenmaß, Gleichmaß, u. übertr. Mäßigung; ἕπεται ἐν ἑκάστῳ μέτρον, jegliches hat sein Maß; παντὸς ὁρᾶν μέτρον, in allem auf das rechte Maß sehen; μέτρῳ, κατὰ μέτρον, mäßig, mit Maß. (3) das Vers- oder Silbenmaß. Bei den Metrikern ist μέτρον teils ein einzelner Versfuß im daktylischen u. anapästischen Rhythmus, teils eine Verbindung von zwei Versfüßen im jambischen und trochäischen, dah. ἑξάμετρος, δίμετρος στίχος

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > μέτρον

  • 44 Measure

    subs.
    P. and V. μέτρον, τό.
    Measures and weights: V. μέτρα... καὶ μέρη σταθμῶν (Eur., Phoen. 541; cf. Ar., Av. 1040-1041).
    Criterion: P. and V. κανών, ὁ.
    Limit: P. and V. ὅρος, ὁ, πέρας, τό.
    Due limit: P. and V. μέτρον, τό.
    Beyond measure: use adv., V. περμέτρως (Eur., frag.); see also Excessively.
    Allowance: P. μέτρον, τό (Plat., Rep. 621A), V. μέτρημα, τό.
    Time, rhythm: P. and V. ῥυθμός, ὁ.
    Metre: Ar. and P. μέτρον, τό.
    Dance: see Dance.
    Legislative act: P. and V. ψήφισμα, τό.
    Measures, policy: P. προαίρεσις, ἡ.
    Take measures, v.: P. and V. βουλεύεσθαι.
    Take extreme measures: P. and V. νήκεστόν τι δρᾶν, P. ἀνήκεστόν τι βουλεύειν (Thuc. 1, 132).
    In like measure: P. and V. ἐξ σου.
    He contributed in some small measure to...: P. μέρος τι συνεβάλετο (gen.).
    Have hard measure, v.: P. and V. κακῶς πάσχειν.
    Measure for measure: P. ἴσα ἀντʼ ἴσων; see tit for tat.
    Repay measure for measure: V. τὸν αὐτὸν... τίσασθαι τρόπον (Æsch., Theb. 638).
    Requite in equal measure: P. τοῖς ὁμοίοις ἀμύνεσθαι (acc.).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. μετρεῖν, σταθμᾶσθαι (Plat.), συμμετρεῖσθαι, ναμετρεῖν (or mid.), V. σταθμᾶν (mid. also in P.), ἐκμετρεῖν (or mid.) (also Xen. but rare P.).
    Measure out: P. and V. μετρεῖν, P. διαμετρεῖν, V. ἐκμετρεῖν (or mid.) (also Xen. but rare P.).
    Have measured out to one: P. μετρεῖσθαι, διαμετρεῖσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Measure

  • 45 Ruin

    subs.
    Destruction: P. and V. ὄλεθρος, ὁ, φθορά, ἡ, διαφθορά, ἡ, V. ποφθορά, ἡ.
    Overthrow: P. and V. νάστασις, ἡ, κατασκαφή, ἡ, P. καθαίρεσις, ἡ, V. ναστροφή, ἡ.
    Loss: P. and V. ζημία, ἡ, βλαβή, ἡ, βλβος, τό.
    That which ruins: P. and V. ὄλεθρος, ὁ, κακόν, τό, V. πῆμα, τό, τη, ἡ, σνος, τό.
    Ruins, fallen buildings: P. οἰκίαι καταπεπτωκυῖαι.
    Wreckage ( of ships): P. and V. ναυγια, τά, V. γαί, αἱ; ( of other things besides): V. ἐρείπια, τά, ναυγια, τά.
    Ruins of, all that is left of: P. and V. λείψανον, or pl. (gen.).
    Lay in ruins, v.: P. and V. ἐξανιστναι, κατασκάπτειν.
    Fall in ruins: Ar. and P. καταρρεῖν, P. περικαταρρεῖν; see Fall.
    A doom of utter ruin: V. πάμφθαρτος μόρος (Æsch., Choe. 296).
    You unhappy city are involved in this ruin: V. σύ τʼ ὦ τάλαινα συγκατασκάπτει πόλις (Eur., Phoen. 884).
    ( I seemed to see) all the house dashed in ruins to the ground from top to bottom: V. πᾶν ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν (Eur., I.T. 48).
    ——————
    v. trans.
    Destroy: P. and V. φθείρειν, διαφθείρειν, καταφθείρειν (Plat. but rare P.), πολλύναι, διολλύναι, ἐξολλύναι, ποφθείρειν (Thuc. but rare P.), V. ὀλλύναι, ἐξαπολλναι, διεργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, Ar. and P. ἐπιτρβειν; see Destroy.
    Mar, spoil: P. and V. διαφθείρειν, λυμαίνεσθαι (acc. or dat.), Ar. and V. διαλυμαίνεσθαι.
    Injure: P. and V. βλάπτειν, κακοῦν, διαφθείρειν; see Injure, Corrupt.
    Corrupt: P. and V. διαφθείρειν, λυμαίνεσθαι (acc. or dat.); see Corrupt.
    Be ruined: P. and V. πολωλέναι (2nd perf. ἀπολλύναι), ἐξολωλέναι (2nd perf. ἐξολλύναι) (Plat.), σφάλλεσθαι, V. ὀλωλέναι (2nd perf. ὀλλύναι), διαπεπορθῆσθαι (perf. pass. διαπορθεῖν), ἔρρειν (rare P.); see Undone.
    Be brought to ruin: V. τᾶσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ruin

  • 46 Weight

    subs.
    P. and V. σταθμός, ὁ (Eur., Bacch. 811).
    Giving a vast weight of gold: V. μυρίον γε δοὺς χρυσοῦ σταθμόν (Eur., Bacch. 811).
    Worth its weight in silver, adj.: V. σάργυρος.
    Weights and measures: V. μέτρα... καὶ μέρη σταθμῶν (Eur., Phoen. 541; cp. Ar. Av. 1040-1041).
    Leaden weight, subs.: P. and V. μολυβδς, ἡ (Soph., frag.).
    Heaviness: P. βαρύτης, ἡ, V. βρος, τό.
    Burden: P. and V. ἄχθος, τό, Ar. and V. βρος, τό, V. βρῖθος, τό.
    Bulk: P. and V. ὄγκος, ὁ.
    Dignity: P. and V. ὄγκος, ὁ; see Dignity.
    Importance: P. and V. ῥοπή, ἡ.
    Have weight, influence: P. and V. ῥοπὴν ἔχειν, δύναμιν ἔχειν; see weigh, v.
    Of persons: P. and V. δύνασθαι, ἰσχειν, V. βρθειν.
    The same words coming from obscure speakers have not the same weight as when they come from men of note: V. λόγος γὰρ ἔκ τʼ ἀδοξούντων ἰὼν κἀκ τῶν δοκούντων αὑτὸς οὐ ταὐτὸν σθένει (Eur., Hec. 294).
    Gifted with more weight of prowess than of sense: V. μείζονʼ ὄγκον δορὸς ἔχοντες ἢ φρενῶν (Eur., Tro. 1158).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Weight

См. также в других словарях:

  • σταθμών — όνος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σταθμός, φλιά». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμός + επίθημα ών, όνος] …   Dictionary of Greek

  • σταθμῶν — στάθμη carpenter s line fem gen pl σταθμάω measure by rule pres part act masc voc sg σταθμάω measure by rule pres part act neut nom/voc/acc sg σταθμάω measure by rule pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σταθμάω measure by rule pres part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • ζεύξη, ασυρματική — Σύστημα επικοινωνίας, που λειτουργεί με την εκπομπή ραδιοκυμάτων μεταξύ δύο, συνήθως σταθερών, σταθμών. Το φάσμα των συχνοτήτων που χρησιμοποιούνται στις ζεύξεις εκτείνεται από 50 έως 5.000 ΜΗz και άνω. Όταν λειτουργούν στις συχνότητες αυτές και… …   Dictionary of Greek

  • τηλέγραφος — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη μεταβίβαση μηνυμάτων στη μορφή διαδοχικών σημάτων, καθένα από τα οποία παριστάνει ένα γράμμα του αλφαβήτου ή ενός συνόλου γραμμάτων ή λέξεων. Ένα τηλεγραφικό σύστημα αποτελείται από μία διάταξη, η …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροπαραγωγός σταθμός — Εγκατάσταση που προορίζεται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ύστερα από τον μετασχηματισμό άλλων μορφών ενέργειας που υπάρχουν στη φύση. Για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια, πρέπει να περιστραφεί με ορισμένη ταχύτητα μια ηλεκτρική γεννήτρια που… …   Dictionary of Greek

  • παιδικός σταθμός — Ειδικό παιδαγωγικό ίδρυμα που δέχεται, κατά κανόνα, παιδάκια 3 5 ετών, δηλαδή πριν από το δημοτικό σχολείο. Η εμφάνισή του, μετά το προηγούμενο των αιθουσών φύλαξης, είναι εντελώς σύγχρονη, συνδεδεμένη με την εμφάνιση και διάδοση του… …   Dictionary of Greek

  • διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»