-
1 σταθηρός
σταθηρός, = σταϑερός, E. M; μεσημβρίας σταϑηρᾶς Alciphr. 3, 12, u. sonst, auch als v. l.
-
2 σταθερός
σταθερός, stehend, feststehend, unbeweglich, fest; Aesch. frg. 261 bei Plat. Phaedr. 242 a, ἢ οὐχ ὁρᾷς ὡς σχεδὸν μεσημβρία ἵσταται ἤδη ( vulg. ἡ δὴ) καλουμένη σταϑερά, der hohe Mittag, wenn die Sonne im Zenith gleichsam stille steht; u. dem analog νυκτὸς τὸ σταϑερώτατον, die hohe Mitternacht, ϑέρος σταϑερόν, der hohe, heißeste Sommer, Antimach. 76; σταϑερὸν ἦμαρ, Ap. Rh. 1, 450; vgl. Ruhnk. Tim. p. 235. – Vom ruhigen Meere, Antiphil. ep. (X, 17), wo Jac. zu vergleichen; μέλαν σταϑερόν, Paul. Sil. 52 (VI, 62); vgl. βύϑος, D. Hal. 1, 71; ἡ σταϑερή sc. γῆ, das feste Land, Diocl. 4 (VII, 393); εὐδία, übtr. Ruhe im Staate, Plut. Dio 38. – S. auch σταϑηρός.
См. также в других словарях:
σταθηρός — ά, όν, Α βλ. σταθερός … Dictionary of Greek
крепкостоятельный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. σταθηρός) крепкий, твердый … Словарь церковнославянского языка
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… … Dictionary of Greek