-
1 σταχυό-θριξ
σταχυό-θριξ, τριχος, Beiwort von νάρδος, deren Blätter Aehren bilden, Mel. 1, 43 (IV, 1).
-
2 σταχυόθριξ
σταχυό-θριξ, τριχος, Beiwort von νάρδος, deren Blätter Ähren bilden
См. также в других словарях:
φυκόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α καλυμμένος με πολλά φύκη («φυκότριχος πέτρης», Μάτρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ, σταχυό θριξ] … Dictionary of Greek