-
1 σταχυο-πλόκαμος
σταχυο-πλόκαμος, ährenlockig, oder mit einem Aehrenkranz in den Locken, Δημήτηρ Orph. lith. 4, 1.
-
2 σταχυοπλόκαμος
σταχυο-πλόκαμος, ährenlockig, oder mit einem Ährenkranz in den Locken
См. также в других словарях:
κυανοπλόκαμος — κυανοπλόκαμος, ον (Α) (για τις Νύμφες ή για τη Θέτιδα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πλόκαμος «βόστρυχος» (πρβλ. ιο πλόκαμος, σταχυο πλόκαμος)] … Dictionary of Greek